πρόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prorrizos
|Transliteration C=prorrizos
|Beta Code=pro/rrizos
|Beta Code=pro/rrizos
|Definition=ον, (ῥίζα) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">by the roots, root and branch, utterly</b>, θάμνοι π. πίπτουσιν <span class="bibl">Il.11.157</span>; ὁθ' . . ἐξερίπῃ δρῦς π. <span class="bibl">14.415</span>; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε <span class="bibl">Hdt.1.32</span>; κακῶς ἐτελεύτησε π. <span class="bibl">Id.3.40</span>; Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>684</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.6.86</span>.[[δ]] ; π. ἔφθαρται γένος <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>765</span>; [γένος] οἴχεται π. <span class="bibl">And.1.146</span>; δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>812</span>; δίφρων π. ἐκριφθείς <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>512</span> (lyr.); π. αὐτὸς . . ἀπολοίμην <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>587</span>: neut. [[πρόρριζον]] as Adv., <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>616a2</span> (prob.l.), Lyc.214.</span>
|Definition=ον, (ῥίζα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">by the roots, root and branch, utterly</b>, θάμνοι π. πίπτουσιν <span class="bibl">Il.11.157</span>; ὁθ' . . ἐξερίπῃ δρῦς π. <span class="bibl">14.415</span>; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε <span class="bibl">Hdt.1.32</span>; κακῶς ἐτελεύτησε π. <span class="bibl">Id.3.40</span>; Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>684</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.6.86</span>.[[δ]] ; π. ἔφθαρται γένος <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>765</span>; [γένος] οἴχεται π. <span class="bibl">And.1.146</span>; δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>812</span>; δίφρων π. ἐκριφθείς <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>512</span> (lyr.); π. αὐτὸς . . ἀπολοίμην <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>587</span>: neut. [[πρόρριζον]] as Adv., <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>616a2</span> (prob.l.), Lyc.214.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:30, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόρριζος Medium diacritics: πρόρριζος Low diacritics: πρόρριζος Capitals: ΠΡΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: prórrizos Transliteration B: prorrizos Transliteration C: prorrizos Beta Code: pro/rrizos

English (LSJ)

ον, (ῥίζα) A by the roots, root and branch, utterly, θάμνοι π. πίπτουσιν Il.11.157; ὁθ' . . ἐξερίπῃ δρῦς π. 14.415; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Hdt.1.32; κακῶς ἐτελεύτησε π. Id.3.40; Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν E.Hipp.684, cf. Hdt.6.86.δ ; π. ἔφθαρται γένος S.El.765; [γένος] οἴχεται π. And.1.146; δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812; δίφρων π. ἐκριφθείς S.El.512 (lyr.); π. αὐτὸς . . ἀπολοίμην Ar.Ra.587: neut. πρόρριζον as Adv., Arist.HA616a2 (prob.l.), Lyc.214.

Greek (Liddell-Scott)

πρόρριζος: -ον, (ῥίζα), ἐκ τῆς ῥίζης, μετὰ τῆς ῥίζης, παντελῶς, ἄρδην, Λατ. radicitus, funditus, θάμνοι πρ. πίπτουσι Ἰλ. Λ. 157., Ξ. 415· οὕτω, πολλοὺς ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Ἡρόδ. 1. 32· ἐτελεύτησε πρ. ὁ αὐτ. 3. 40· Ζεύς σ’... πρ. ἐκτρίψειεν Εὐρ. Ἱππ. 684, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 86, 4· πρ. ἔφθαρται γένος Σοφ. Ἠλ. 765, πρβλ. Ἀνδοκ. 19. 7· δαιμόνων ἱδρύματα πρ. ἐξανέστραπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 812· δίφρων πρ. ἐκριφθεὶς Σοφ. Ἠλ. 512· πρ. αὐτός... ἀπολοίμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 587· ― οὐδ. πρόρριζον, ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Λυκόφρ. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόρριζον· σὺν ταῖς ῥίζαις ἀνασπώμενον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
arraché avec la racine ; adv. • πρόρριζον ARSTT jusqu’à la racine ; fig. arraché jusqu’à la racine en parl. de pers., de races, etc.
Étymologie: πρό, ῥίζα.

English (Autenrieth)

(ῥίζα): with the roots, ‘root and branch,’ Il. 11.157 and Il. 14.415.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόρριζος, -ον, ΝΑ
1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος
2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε... πρόρριζον ἐκτρίψειεν», Ευρ.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πρόρριζον
άρδην, παντελώς.
επίρρ...
πρόρριζα Ν
1. με όλες τις ρίζες, σύρριζα
2. μτφ. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ρριζος (< ῥίζα)].

Greek Monotonic

πρόρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη ρίζα και τα κλαδιά, ολοκληρωτικός, Λατ. radicitus, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν, σε Ηρόδ.· ἐκτρίβειν, σε Ευρ.· πρόρριζος ἔφθαρται, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόρριζος -ον [πρό, ῥίζα] met wortel en al; overdr. volledig, totaal.

Russian (Dvoretsky)

πρόρριζος: вырванный с корнем (ὡς ἐξερίπῃ δρῦς π. Hom.): τινὰ πρόρριζον ἀνατρέπειν Her. или ἐκτρίβειν Plut. уничтожать кого-л. окончательно.

Middle Liddell

πρόρ-ριζος, ον, ῥίζα
by the roots, root and branch, utterly, Lat. radicitus, Il.; πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν Hdt.; ἐκτρίβειν Eur.; πρόρριζος ἔφθαρται Soph.

English (Woodhouse)

utterly, root and branch

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)