ἀντιπολιτεύομαι: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antipoliteyomai | |Transliteration C=antipoliteyomai | ||
|Beta Code=a)ntipoliteu/omai | |Beta Code=a)ntipoliteu/omai | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be a political opponent]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1274a14</span>; οἱ-όμενοι [[the opposite party]], <span class="bibl">Din. 1.97</span>: in sg., [[political opponent]], <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>7.8.5</span>: metaph., ὁ φθόνος ταῖς πράξεσιν ἀ. Aristonym. ap. Stob.3.38.36; ἀ. τινι <span class="bibl">Plu. <span class="title">Them.</span>19</span>, <span class="bibl"><span class="title">Per.</span>8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:30, 31 December 2020
English (LSJ)
A to be a political opponent, Arist.Pol.1274a14; οἱ-όμενοι the opposite party, Din. 1.97: in sg., political opponent, Cic.Att.7.8.5: metaph., ὁ φθόνος ταῖς πράξεσιν ἀ. Aristonym. ap. Stob.3.38.36; ἀ. τινι Plu. Them.19, Per.8.
German (Pape)
[Seite 259] nach entgegengesetzten Grundsätzen in der Staatsverwaltung verfahren, Jemandes politischer Gegner sein, Din. 1, 97 Pol. 1, 8 u. öfter; Cic. Attic. 7, 8; οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, die entgegenstehenden Parteien im Staate; τινί Plut. Nic. 2 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπολῑτεύομαι: ἀποθ., εἶμαι πολιτικὸς ἀντίπαλος, Ἀριστ, Πολιτικ. 2. 12, 5· οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, ἡ ἐναντία μερίς, Δείναρχ. 102. 30· ἀντ. τινί, ἐναντιοῦμαι εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν πολιτικήν τινος, Πλουτ. Θεμ. 19, Περικλ. 8· ἀντιπολιτευόμενον..., τοῖς ἀγορεύουσιν Φιλόστρ. 2. 20, 24.
French (Bailly abrégé)
suivre une politique opposée (à celle de qqn), être dans l’opposition.
Étymologie: ἀντί, πολιτεύομαι.
Spanish (DGE)
ser oponente político, oponerse c. πρός y ac. de pers. ἐν δ' Ἄργει Νικόστρατος ἀντεπολιτεύσατο πρὸς Φάυλλον Plu.2.760a, cf. Plb.18.43.6, LXX 4Ma.4.1
•c. dat. τῷ Περικλεῖ Plu.Per.8, τοῖς παλαιοῖς βασιλεῦσι Plu.Them.19, τοῖς τυράννοις Plu.2.760b
•abs. ἐκ δὲ τῶν λοιπῶν πόλεων τοὺς μὲν ἀντιπολιτευομένους ἐπανείλετο Plb.3.18.1, cf. Arist.Pol.1274a14, Plb.1.8.4, οἱ ἀντιπολιτευόμενοι el partido opuesto Plb.12.13.8, Din.1.97, ὁ ἀντιπολιτευόμενος el rival político Cic.Att.131.5
•fig. oponerse ὁ φθόνος ... ταῖς καλαῖς ἀντιπολιτεύεται πράξεσιν Aristonym. en Stob.3.38.36.
Greek Monolingual
(Α ἀντιπολιτεύομαι)
1. είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι στην πολιτική εκείνου που βρίσκεται στην εξουσία
2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι
η αντίθετη πολιτική μερίδα, αυτοί που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης κόμματα
3. εναντιώνομαι, κάνω αντίπραξη σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντιπολῑτεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., είμαι πολιτικός αντίπαλος, σε Αριστ.· ἀντ. τινι, αντιτίθεμαι στην πολιτική του, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπολῑτεύομαι: принадлежать к противоположной политической группировке Arst.: ἀ. τινι и πρός τινα Plut. быть чьим-л. политическим противником.
Middle Liddell
Dep. to be a political opponent, Arist.; ἀντ. τινι to oppose his policy, Plut.