ὁμορέω: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoreo | |Transliteration C=omoreo | ||
|Beta Code=o(more/w | |Beta Code=o(more/w | ||
|Definition=Ion. ὁμουρέω (also <span class="sense"> | |Definition=Ion. ὁμουρέω (also <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[PLond ined]].<span class="bibl">2850.26</span> (ii B.C.)), [[to be]] [[ὅμορος]], [[border upon]], [[march with]], [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι <span class="bibl">Hdt.2.33</span>, cf. <span class="bibl">7.123</span>, <span class="bibl">Hecat.163</span>, <span class="bibl">204</span>, <span class="bibl">207</span> J., etc. ; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc. : abs., <b class="b3">τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος</b> [[adjacent]] portions... <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>2p.51U.</span> (but οἱ -οῦντες [[neighbours]], [[Sent]]. <span class="bibl">40</span>) ; -οῦσα γῆ <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span> 2.68.56</span>(i A. D.), cf. <span class="title">PLond.</span>l.c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[cohabit]], [[have intercourse with]], <b class="b3">ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ</b>, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα <span class="title">SIG</span>1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:25, 1 January 2021
English (LSJ)
Ion. ὁμουρέω (also A PLond ined.2850.26 (ii B.C.)), to be ὅμορος, border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt.2.33, cf. 7.123, Hecat.163, 204, 207 J., etc. ; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc. : abs., τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος adjacent portions... Epicur. Ep.2p.51U. (but οἱ -οῦντες neighbours, Sent. 40) ; -οῦσα γῆ PAmh. 2.68.56(i A. D.), cf. PLond.l.c. II cohabit, have intercourse with, ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα SIG1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)
German (Pape)
[Seite 339] ion. ὁμουρέω, angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμορέω: Ἰων. ὁμουρέω, εἶμαι ὅμορος, γειτνιάζω, συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, Ἑκαταῖος 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. τύπος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ πλησιάζω, ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
confiner, être limitrophe de, τινι.
Étymologie: ὅμορος.
Greek Monolingual
ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) όμορος
1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω
2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁμοροῡντες
οι γείτονες.
Greek Monotonic
ὁμορέω: Ιων. ὁμουρέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, βρίσκομαι επάνω στα σύνορα, γειτνιάζω (οἱ Κελτοὶ) ὁμουρέουσι Κυνησίοισι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμορέω: ион. ὁμουρέω граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.).
Middle Liddell
ὁμορέω,
ionic ὁμουρέω, fut. -ήσω to border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from ὅμορος