ὑποκλυσμός: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypoklysmos
|Transliteration C=ypoklysmos
|Beta Code=u(poklusmo/s
|Beta Code=u(poklusmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[purging from below]], as by a clyster, Plu.2.974c.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[purging from below]], as by a clyster, Plu.2.974c.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:15, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλυσμός Medium diacritics: ὑποκλυσμός Low diacritics: υποκλυσμός Capitals: ΥΠΟΚΛΥΣΜΟΣ
Transliteration A: hypoklysmós Transliteration B: hypoklysmos Transliteration C: ypoklysmos Beta Code: u(poklusmo/s

English (LSJ)

ὁ, A purging from below, as by a clyster, Plu.2.974c.

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ, das Ausspülen, Reinigen des Leibes durch Klystiere, Plut. u. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλυσμός: ὁ, τὸ ὑποκλύζειν, Πλούτ. 2, 974C˙Ϗ - ὑπόκλῠσις, εως, ἠ, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lavement.
Étymologie: ὑποκλύζω.

Greek Monolingual

ο / ὑποκλυσμός, ΝΜΑ ὑποκλύζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκλύζω, η πλύση με κλύσμα (α. «ο γιατρός υπέδειξε έναν υποκλυσμό κάθε βράδι» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν ἅλμη καθαιρομένης», Πλούτ.)
νεοελλ.
ιατρ. έγχυση υγρού στο παχύ έντερο, μέσω του πρωκτού, για απομάκρυνση του εντερικού περιεχομένου, για διαγνωστικούς σκοπούς, για χορήγηση φαρμάκων ή, τέλος, για τεχνητή διατροφή (α. «καθαρτικός υποκλυσμός» β. «διαγνωστικός υποκλυσμός» γ. «φαρμακευτικός υποκλυσμός» δ. «θρεπτικός υποκλυσμός»).

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλυσμός: ὁ промывание Plut.