κολαστήριος: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolastirios | |Transliteration C=kolastirios | ||
|Beta Code=kolasth/rios | |Beta Code=kolasth/rios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κολαστικός]], [[δύναμις]] <span class="bibl">Ph.1.269</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κολαστικός]], [[δύναμις]] <span class="bibl">Ph.1.269</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. [[κολαστήριον]], [[τό]], [[house of correction]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>14</span>, <span class="title">VH</span>2.30. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[instrument of correction]], <b class="b3">κολαστήρια θαλάσσης</b>, of the whips of Xerxes, Plu.2.342f. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> = [[κόλασμα]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.4.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:25, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A = κολαστικός, δύναμις Ph.1.269, al. II Subst. κολαστήριον, τό, house of correction, Luc.Nec.14, VH2.30. 2 instrument of correction, κολαστήρια θαλάσσης, of the whips of Xerxes, Plu.2.342f. 3 = κόλασμα, X.Mem.1.4.1.
German (Pape)
[Seite 1472] zum Strafen aehörig; Sp.; τὸ κολαστήριον, Züchtigungsort, Folterplatz, Richtplatz, Sp., wie Synes.; Züchtigungsmittel; οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάσσης Plut. de Aler. tort. 2, 12; vgl. Xen. Mem. 1, 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κολαστήριος: -ον, = κολαστικός, Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κολαστήριον, τό, σωφρονιστήριος οἶκος, Λουκ. Νεκυομ. 14. 2) ὄργανον σωφρονιστήριον ἢ βασανιστήριον, Πλούτ. 2. 342Ε. 3) καθόλου, = κόλασμα, κόλασις, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM κολαστήριος, -ία, -ον και -ος -ον) κολαστήρ
1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ' αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν)
α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού («ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον», Λουκιαν.)
β) όργανο βασανισμού («κολαστήρια θαλάσσης» — οι μαστιγώσεις της θάλασσας από τον Ξέρξη, Πλούτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τιμωρία, κολασμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολαστήριος -α -ον [κολάζω] straf-; subst. τὸ κολαστήριον bestraffing; plaats van bestraffing.