ὑπερῴα: Difference between revisions
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoa | |Transliteration C=yperoa | ||
|Beta Code=u(perw/|a | |Beta Code=u(perw/|a | ||
|Definition=Ion. ὑπερῴ-η, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[palate]], <span class="bibl">Il.22.495</span>, Hp.<span class="title">Mochl.</span>39, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>9</span>, Gal.6.828, 17(2).439, <span class="bibl"><span class="title">UP</span>11.11</span>, <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>47(23).69</span>, al.; [[ὑπερῷα]] (v.l. [[-ώα]]) <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>492b26</span>:—elsewh. | |Definition=Ion. ὑπερῴ-η, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[palate]], <span class="bibl">Il.22.495</span>, Hp.<span class="title">Mochl.</span>39, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>9</span>, Gal.6.828, 17(2).439, <span class="bibl"><span class="title">UP</span>11.11</span>, <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>47(23).69</span>, al.; [[ὑπερῷα]] (v.l. [[-ώα]]) <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>492b26</span>:—elsewh. [[οὐρανός]], [[οὐρανίσκος]] (καὶ οὐρανίσκου καὶ ὑπερῴας Gal.18(2).286, where one cod. omits <b class="b3">καὶ οὐρανίσκου</b>). (Cf. [[ὑπερῷος]].) </span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:35, 1 January 2021
English (LSJ)
Ion. ὑπερῴ-η, ἡ, A palate, Il.22.495, Hp.Mochl.39, Plu.Cat.Ma.9, Gal.6.828, 17(2).439, UP11.11, Aristid.Or.47(23).69, al.; ὑπερῷα (v.l. -ώα) Arist.HA492b26:—elsewh. οὐρανός, οὐρανίσκος (καὶ οὐρανίσκου καὶ ὑπερῴας Gal.18(2).286, where one cod. omits καὶ οὐρανίσκου). (Cf. ὑπερῷος.)
German (Pape)
[Seite 1204] ἡ, ion. ὑπερῴη, der Gaumen; Il. 22, 495; Plut. Cat. mai. 9; eigtl. fem. von ὑπερῷος, sc. ὑπήνη.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπερῷος.
Greek Monolingual
η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α
ανατ. η οροφή του στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος
νεοελλ.
φρ. α) «σκληρά υπερώα»
ανατ. το πρόσθιο τμήμα της υπερώας, το οποίο σχηματίζεται από τις υπερώιες αποφύσεις της άνω γνάθου και από τα οριζόντια πέταλα τών υπερώιων οστών και καλύπτεται από παχύ βλεννογόνο
β) «μαλακή υπερώα»
ανατ. ινομυώδες πέταλο που συγκροτεί το οπίσθιο τμήμα της υπερώας και καταλήγει σε ένα οπίσθιο ελεύθερο χείλος από το κέντρο του οποίου κρέμεται η σταφυλή ή κιονίδα, αλλ. υπερώιο ιστίο
μσν.
το ὑπερῷον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ὑπερῴα, ὑπερῷον, ὑπερῷος πρέπει να αναχθούν στην πρόθεση ὑπέρ και έχουν προέλθει, πιθ. μέσω ενός τ. ὑπέρ-ω σχηματισμένου κατά τα επιρρ. σε -ω, πρβλ. ἄν-ω, κάτ-ω (πρβλ. και τον τ. του υπερθ. ὑπερώτατος)].
Russian (Dvoretsky)
ὑπερῴα: ион. ὑπερῴη ἡ физиол. небо Hom., Arst., Plut.
Frisk Etymology German
ὑπερῴα: {huperōía}
Forms: ion. f. -ῴη
Meaning: Gaumen (Χ 495, Hp., Arist., Plu. u.a.).
Derivative: Daneben ὑπερώϊον, -ῳ̃ον n. Oberstock, Obergemach, Dachstube, Bodenkammer (Hom., Ar., Inschr., Pap., LXX, Act. Ap. u.a.; zur Bed. Wace JHSt. 71, 203f.). Adj. ὑπερώϊος, -ῳ̃ος ‘zum ὑπερῳ̃ον gehörig, oben befindlich, oben wohnend’ (LXX, hell. u. sp. Inschr., D. H., Plu. u.a.).
Etymology : Von ὑπέρ; Bildung nicht aufgeklärt. Am einfachsten wäre, mit WP. 1, 192 (Schwyzer-Debrunner 518) von einem Adv. *ὑπέρω (vgl. ὑπερώτατος Pi.) wie ἄνω, κάτω (vgl. auch πρώϊος mit Reichelt KZ 43, 107) auszugehen. Frühere unbefriedigende Erklärungsversuche bei Bq; dazu noch Grošelj Živa Ant. 4, 176 (nach Schweizer-Siedler KZ 12, 309).
Page 2,969