ὀξυόεις: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(1ba)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />aigu, pointu [[[ὀξύς]]] ; <i>ou plutôt</i> en bois de hêtre [[[ὀξύα]]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />aigu, pointu ([[ὀξύς]]) ; <i>ou plutôt</i> en bois de hêtre ([[ὀξύα]]).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 16:16, 12 January 2021

German (Pape)

[Seite 353] εσσα, εν, bei Hom. Beiwort von ἔγχος, bes. Il., δόρυ 14, 443; gew. von ὀξύα abgeleitet, = ὀξύϊνος, aus Buchenholz gemacht, buchen, nach Apion aber poet. = ὀξύς.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυόεις: εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. μελιτόεις, λωτόεις)· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = ὀξύϊνος (ἐκ τοῦ ὀξύα), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
aigu, pointu (ὀξύς) ; ou plutôt en bois de hêtre (ὀξύα).

English (Autenrieth)

-εσσα, εν: sharp-pointed.

Greek Monolingual

ὀξυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς, οξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύα + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ὀξυόεις: -εσσα, -εν (ὀξύς), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξυόεις: όεσσα, όεν ὀξύς заостренный, острый, по по друг. ὀξύη буковый (δόρυ, ἔγχος Hom.).

Middle Liddell

ὀξυόεις, εσσα, εν ὀξύς
sharp-pointed, Il.