μόμφος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=momfos | |Transliteration C=momfos | ||
|Beta Code=mo/mfos | |Beta Code=mo/mfos | ||
|Definition=ὁ, = | |Definition=ὁ, = [[μομφή]] ([[blame]], [[censure]], [[cause]], [[ground of complaint]], [[blame as to]], [[reproof]], [[cause of complaint]]), E. ''Fr.'' 633, IG 5(2).262.34 (Mantinea, v BC) ; — so [[μόμφις]], dub. in Telecl. 63 (cf. μέμφειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης, Phot.) ; cf. μόμψεις· δύσκλεια, Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:16, 28 January 2021
English (LSJ)
ὁ, = μομφή (blame, censure, cause, ground of complaint, blame as to, reproof, cause of complaint), E. Fr. 633, IG 5(2).262.34 (Mantinea, v BC) ; — so μόμφις, dub. in Telecl. 63 (cf. μέμφειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης, Phot.) ; cf. μόμψεις· δύσκλεια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 201] ὁ, = μέμψις, Eurip. bei B. A. 107.
Greek (Liddell-Scott)
μόμφος: ὁ, = μομφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 634· οὕτω μόμφις Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 12· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει: «μόμφις· δύσκλεια»· καὶ τὸ ἐφθαρμένον γλώσσημα τοῦ Φωτ. (μέμψειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης) πιθ. ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον.
Greek Monolingual
μόμφος, ὁ (Α)
μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μομφή με αλλαγή γένους].
Russian (Dvoretsky)
μόμφος: ὁ Eur. = μομφή.