σιγά: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σιγά
|Medium diacritics=σιγά
|Low diacritics=σιγά
|Capitals=ΣΙΓΑ
|Transliteration A=sigá
|Transliteration B=siga
|Transliteration C=siga
|Beta Code=siga/
|Definition=Doric for [[σιγή]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[σιγή]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[σιγή]].
Line 12: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σιγά Dor. voor σιγή.
|elnltext=σιγά Dor. voor σιγή.
}}
}}

Revision as of 10:37, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιγά Medium diacritics: σιγά Low diacritics: σιγά Capitals: ΣΙΓΑ
Transliteration A: sigá Transliteration B: siga Transliteration C: siga Beta Code: siga/

English (LSJ)

Doric for σιγή.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σιγή.

English (Slater)

ςῑγά (-ᾶς, -ᾷ.)
   1 silence ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. . οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.

Greek Monolingual

(I)
Ν
επίρρ.
1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά»)
2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς»)
3. φρ. «σιγά σιγά»
α) σταδιακά
β) με πολλή προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά].
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σιγή.

Russian (Dvoretsky)

σῑγά: (ᾱ) ἡ дор. = σιγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιγά Dor. voor σιγή.