παραπληγικός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=παραπληγικός
|Medium diacritics=παραπληγικός
|Low diacritics=παραπληγικός
|Capitals=ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΣ
|Transliteration A=paraplēgikós
|Transliteration B=paraplēgikos
|Transliteration C=parapligikos
|Beta Code=paraplhgiko/s
|Definition=Ionic for [[παραπληκτικός]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] ion. = [[παραπληκτικός]], Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] ion. = [[παραπληκτικός]], Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
Line 6: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παραπληγικός --όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.
|elnltext=παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.
}}
}}

Revision as of 10:43, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπληγικός Medium diacritics: παραπληγικός Low diacritics: παραπληγικός Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: paraplēgikós Transliteration B: paraplēgikos Transliteration C: parapligikos Beta Code: paraplhgiko/s

English (LSJ)

Ionic for παραπληκτικός.

German (Pape)

[Seite 494] ion. = παραπληκτικός, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.

Greek Monolingual

και παραπληκτικός, -ή, -ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, -ή, -όν, ΝΑ παραπληγία / παραπληξία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία
2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληξία, δηλ. στην ημιπληγία («χεὶρ παρελύθη μετά σπασμοῡ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)
3. μανιακός, παραφρων, τρελός.
επίρρ...
παραπληκτικῶς Α
με παραπληκτικό τρόπο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.