ἐποστρακισμός: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(c2) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἐποστρακισμός | |||
|Medium diacritics=ἐποστρακισμός | |||
|Low diacritics=εποστρακισμός | |||
|Capitals=ΕΠΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΣ | |||
|Transliteration A=epostrakismós | |||
|Transliteration B=epostrakismos | |||
|Transliteration C=epostrakismos | |||
|Beta Code=e)postrakismo/s | |||
|Definition=v. sub [[ἐποστρακίζω]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1010.png Seite 1010]] ὁ, das Spiel des Scherbenwerfens über das Wasser hin, Poll. 9, 119. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1010.png Seite 1010]] ὁ, das Spiel des Scherbenwerfens über das Wasser hin, Poll. 9, 119. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐποστρακισμός''': «[[εἶδος]] παιδιᾶς καθ’ ἣν ὀστράκια πλατέα ἐκτετριμμένα ὑπὸ θαλάσσης προΐενται κατὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὑγροῦ· καὶ ἐπιτρέχοντα [[ἐνίοτε]] [[πολλάκις]] ἕως ἀτονήσαντα δυῶσι κατὰ θαλάσσης, ἡδίστην ποιοῦντα πρόσοψιν» Εὐστ. 1161, 34. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἐποστρακισμός]]) [[εποστρακίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μεταβολή]] διευθύνσεως βλήματος [[κατά]] την πρόσκρουσή του σε μια [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πέταγμα]] στη [[θάλασσα]] όστρακου ή βότσαλου [[έτσι]] ώστε να αναπηδά με την [[πρόσκρουση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 31 January 2021
English (LSJ)
v. sub ἐποστρακίζω.
German (Pape)
[Seite 1010] ὁ, das Spiel des Scherbenwerfens über das Wasser hin, Poll. 9, 119.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποστρακισμός: «εἶδος παιδιᾶς καθ’ ἣν ὀστράκια πλατέα ἐκτετριμμένα ὑπὸ θαλάσσης προΐενται κατὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὑγροῦ· καὶ ἐπιτρέχοντα ἐνίοτε πολλάκις ἕως ἀτονήσαντα δυῶσι κατὰ θαλάσσης, ἡδίστην ποιοῦντα πρόσοψιν» Εὐστ. 1161, 34.
Greek Monolingual
ο (Α ἐποστρακισμός) εποστρακίζω
νεοελλ.
η μεταβολή διευθύνσεως βλήματος κατά την πρόσκρουσή του σε μια επιφάνεια
αρχ.
το πέταγμα στη θάλασσα όστρακου ή βότσαλου έτσι ώστε να αναπηδά με την πρόσκρουση.