προφύλαξ: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(1b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=προφύλαξ | |||
|Medium diacritics=προφύλαξ | |||
|Low diacritics=προφύλαξ | |||
|Capitals=ΠΡΟΦΥΛΑΞ | |||
|Transliteration A=prophýlax | |||
|Transliteration B=prophylax | |||
|Transliteration C=profylaks | |||
|Beta Code=profu/lac | |||
|Definition=-ακος, ὁ, [[advanced guard]]; οἱ π., = αἱ [[προφυλακαί]], Th. 3.112, X. ''An.'' 2.4.15, etc.<br><b class="num"></b>[[officer on guard]], Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. ''Cat.'' 22. epith. of Apollo, IG 12(7).419. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22. | ||
Line 18: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προφύ˘λαξ, ακος,<br />an advanced [[guard]]: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.] | |mdlsjtxt=προφύ˘λαξ, ακος,<br />an advanced [[guard]]: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
-ακος, ὁ, advanced guard; οἱ π., = αἱ προφυλακαί, Th. 3.112, X. An. 2.4.15, etc.
officer on guard, Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. Cat. 22. epith. of Apollo, IG 12(7).419.
German (Pape)
[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.
Greek (Liddell-Scott)
προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
garde d’avant-poste, vedette.
Étymologie: πρό, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ φύλαξ, -ακος]
1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ.
β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.)
αρχ.
1. αξιωματικός φρουράς
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.)
3. στον πληθ. οἱ προφύλακες
οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.
Greek Monotonic
προφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ передовой пост Thuc., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost.
Middle Liddell
προφύ˘λαξ, ακος,
an advanced guard: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.]