λεπτολόγος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λεπτολόγος | |||
|Medium diacritics=λεπτολόγος | |||
|Low diacritics=λεπτολόγος | |||
|Capitals=ΛΕΠΤΟΛΟΓΟΣ | |||
|Transliteration A=leptológos | |||
|Transliteration B=leptologos | |||
|Transliteration C=leptologos | |||
|Beta Code=leptolo/gos | |||
|Definition=ον, [[speaking subtly]], [[quibbling]], [[φρένες]] Ar. ''Ra.'' 876 (hex.), cf. Philostr. ''VS'' 1.21.1; in good sense, ἀλλ' ὅ γε [[λεπτολόγος]] [[σκῆπτρον]] [[Ἄρατος]] [[ἔχει]] Ptol. ap. Ach.Tat. ''Intr. Ar.'' p. 79 M. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr. |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
ον, speaking subtly, quibbling, φρένες Ar. Ra. 876 (hex.), cf. Philostr. VS 1.21.1; in good sense, ἀλλ' ὅ γε λεπτολόγος σκῆπτρον Ἄρατος ἔχει Ptol. ap. Ach.Tat. Intr. Ar. p. 79 M.
German (Pape)
[Seite 30] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτολόγος: -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, μικρολόγος, φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = λεπτολογία, Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.
Étymologie: λεπτός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο (Α λεπτολόγος, -ον)
αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες
αρχ.
αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο.
επίρρ...
λεπτολόγως (Α)
με λεπτολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω)].
Greek Monotonic
λεπτολόγος: -ον (λέγω Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα λεπτομερώς, εξονυχιστικά, μικρολόγος, σχολαστικός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτολόγος: тонко рассуждающий, затейливый (φρένες Arph.).
Middle Liddell
λεπτο-λόγος, ον [λέγω3]
speaking subtly, subtle, quibbling, Ar.