Ν: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(3) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Ν | |||
|Medium diacritics=Ν | |||
|Low diacritics=Ν | |||
|Capitals=Ν | |||
|Transliteration A=N | |||
|Transliteration B=N | |||
|Transliteration C=N | |||
|Beta Code=*n | |||
|Definition=ν, νῦ, τό, indecl., fourteenth (later thirteenth) letter of Greek alphabet; as numeral, νʹ = 50, but ͵ν = 50 000. | |||
}} | |||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ν:''' ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο [[γράμμα]] του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, | |lsmtext='''Ν:''' ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο [[γράμμα]] του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, νʹ = 50, ͵ν = 50.000· Το <i>ν</i> είναι οδοντικό ή ουρανικό [[υγρό]] [[σύμφωνο]], το οποίο αντιστοιχεί προς το άφωνο <i>δ. </i>Διαλεκτικές μεταβολές:<br /><b class="num">I. 1.</b> στη Δωρ., το <i>ν</i> αντικαθιστά το <i>λ</i>, βλ. <i>Λ</i>, <i>λ</i> 2.<br /><b class="num">2.</b> στην Αττ. και Δωρ. αντί <i>μ</i>, βλ. Μ, μ II. 2·<br /><b class="num">II.</b> μεταβολές [[χάριν]] ευφωνίας:<br /><b class="num">1.</b> σε <i>γ</i> [[πριν]] από τα ουρανικά <i>γ</i>, <i>κ</i>, <i>χ</i>, και [[πριν]] από το <i>ξ</i>, όπως [[ἔγγονος]], [[ἔγκαιρος]], [[ἐγχώριος]], [[ἐγξέω]], κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε <i>μ</i> [[πριν]] από τα χειλικόφωνα <i>β</i>, <i>π</i>, <i>φ</i>, και [[πριν]] από το <i>ψ</i>, όπως [[σύμβιος]], [[συμπότης]], [[συμφυής]], [[ἔμψυχος]]· ομοίως, [[πριν]] από το <i>μ</i>, όπως [[ἐμμανής]].<br /><b class="num">3.</b> σε <i>λ</i> [[πριν]] από το <i>λ</i>, όπως [[ἐλλείπω]], [[συλλαμβάνω]].<br /><b class="num">4.</b> σε <i>ρ</i> [[πριν]] από το <i>ρ</i>, όπως [[συρράπτω]]· αν και σε σύνθ. με την πρόθ. <i>ἐν</i>, το <i>ν</i> μερικές φορές παραμένει [[πριν]] από το <i>ρ</i>, όπως [[ἔνρυθμος]].<br /><b class="num">5.</b> σε <i>σ</i> [[πριν]] από το <i>σ</i>, όπως [[σύσσιτος]], [[πάσσοφος]].<br /><b class="num">III.</b> το ονομαζόμενο <i>«νῦ ἐφελκυστικόν»</i> προστίθεται στη δοτ. πληθ. που λήγει σε <i>-σι</i>, όπως <i>ἀνδράσιν</i>· στο γʹ πληθ. πρόσ. ρημάτων σε <i>-σι</i>, όπως <i>εἰλήφασιν</i>· στο γʹ ενικ. σε <i>-ε</i>, <i>-ι</i>, όπως <i>ἔκτανεν</i>, <i>δείκνυσιν</i>· στην [[κατάληξη]] <i>-σι</i> που δηλώνει [[τόπο]], όπως <i>Ἀθήνῃσι</i>, [[Ὀλυμπίασι]]· στην Επικ. [[κατάληξη]] <i>-φι</i>, όπως [[ὀστεόφιν]]· στο αριθμητικό [[εἴκοσι]]· στα επιρρ. [[νόσφι]], [[πέρυσι]]· στα εγκλιτ. μόρια <i>κέ</i> και <i>νύ</i>· αυτό το <i>ν</i> χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να αποφεύγεται η [[χασμωδία]], όπου ακολουθούσε [[φωνήεν]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Ν:''' ν (τὸ νῦ) ню (13-я буква греч. алфавита): νʹ = 50; ͵ν = 50000. | |elrutext='''Ν:''' ν (τὸ νῦ) ню (13-я буква греч. алфавита): νʹ = 50; ͵ν = 50000. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
ν, νῦ, τό, indecl., fourteenth (later thirteenth) letter of Greek alphabet; as numeral, νʹ = 50, but ͵ν = 50 000.
Greek Monotonic
Ν: ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, νʹ = 50, ͵ν = 50.000· Το ν είναι οδοντικό ή ουρανικό υγρό σύμφωνο, το οποίο αντιστοιχεί προς το άφωνο δ. Διαλεκτικές μεταβολές:
I. 1. στη Δωρ., το ν αντικαθιστά το λ, βλ. Λ, λ 2.
2. στην Αττ. και Δωρ. αντί μ, βλ. Μ, μ II. 2·
II. μεταβολές χάριν ευφωνίας:
1. σε γ πριν από τα ουρανικά γ, κ, χ, και πριν από το ξ, όπως ἔγγονος, ἔγκαιρος, ἐγχώριος, ἐγξέω, κ.λπ.
2. σε μ πριν από τα χειλικόφωνα β, π, φ, και πριν από το ψ, όπως σύμβιος, συμπότης, συμφυής, ἔμψυχος· ομοίως, πριν από το μ, όπως ἐμμανής.
3. σε λ πριν από το λ, όπως ἐλλείπω, συλλαμβάνω.
4. σε ρ πριν από το ρ, όπως συρράπτω· αν και σε σύνθ. με την πρόθ. ἐν, το ν μερικές φορές παραμένει πριν από το ρ, όπως ἔνρυθμος.
5. σε σ πριν από το σ, όπως σύσσιτος, πάσσοφος.
III. το ονομαζόμενο «νῦ ἐφελκυστικόν» προστίθεται στη δοτ. πληθ. που λήγει σε -σι, όπως ἀνδράσιν· στο γʹ πληθ. πρόσ. ρημάτων σε -σι, όπως εἰλήφασιν· στο γʹ ενικ. σε -ε, -ι, όπως ἔκτανεν, δείκνυσιν· στην κατάληξη -σι που δηλώνει τόπο, όπως Ἀθήνῃσι, Ὀλυμπίασι· στην Επικ. κατάληξη -φι, όπως ὀστεόφιν· στο αριθμητικό εἴκοσι· στα επιρρ. νόσφι, πέρυσι· στα εγκλιτ. μόρια κέ και νύ· αυτό το ν χρησιμοποιείται κυρίως για να αποφεύγεται η χασμωδία, όπου ακολουθούσε φωνήεν.
Russian (Dvoretsky)
Ν: ν (τὸ νῦ) ню (13-я буква греч. алфавита): νʹ = 50; ͵ν = 50000.