πάνεφθος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πά˘ν-εφθος, ον,<br />of metals, [[quite]] purified, Hes.
|mdlsjtxt=πᾰ́ν-εφθος, ον,<br />of metals, [[quite]] purified, Hes.
}}
}}

Revision as of 10:15, 4 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεφθος Medium diacritics: πάνεφθος Low diacritics: πάνεφθος Capitals: ΠΑΝΕΦΘΟΣ
Transliteration A: pánephthos Transliteration B: panephthos Transliteration C: panefthos Beta Code: pa/nefqos

English (LSJ)

ον, A quite boiled; of metals, quite cleansed of dross, κασσίτερος Hes. Sc.208.

German (Pape)

[Seite 459] ganz gekocht; κασσίτερος, ganz von Schlacken geläutert, Hes. Sc. 208.

Greek (Liddell-Scott)

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, πάνυ ἐφθός: ἐπὶ μετάλλων, κεκαθαρμένος, τελείως ἀπηλλαγμένος κόνεως, ἀκαθαρσίας κ.τ.τ., πανέφθου κασσιτέροιο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait cuit ; purifié par le feu.
Étymologie: πᾶς, ἑφθός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος
2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)].

Greek Monotonic

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, λέγεται για μέταλλα, πολύ καθαρός, ολότελα ανόθευτος ή αμιγής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πάνεφθος: (ᾰ) отлично вываренный, т. е. очищенный от шлака, чистый (κασσίτερος Hes.).

Middle Liddell

πᾰ́ν-εφθος, ον,
of metals, quite purified, Hes.