σημειώδης: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[ | |mltxt=-ῶδες, Α [[σημεῖον]]<br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[σημαντικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[σημεία]] για το [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[ιδιότροπος]], [[ιδιόρρυθμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σημειωδῶς</i> Α<br />αξιοσημείωτα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:40, 25 March 2021
English (LSJ)
ες, A remarkable, conspicuous, Str.8.1.3 (Sup.); of language, peculiar, singular, ὀνόματα D.H.Isoc.2. II significant of something to come, ἅλῳ Arist.Mete.373a30, cf. Thphr.Vent.35; τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Arist. Div.Somn.462b15, cf. Phld.Sign.19, Plu.2.286b. Adv. -δῶς remarkably, Str.16.2.28.
German (Pape)
[Seite 875] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; ὄψις, Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. σημειωτός.
Greek (Liddell-Scott)
σημειώδης: -ες, (εἶδος) σεσημειωμένος, ἀξιόλογος, ἐπιφανής, ἐπίσημος, Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, ἰδιότροπος, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, σημαντικός, προοιωνιστικός, χαρακτηριστικός, αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 qui est un signe, qui signifie, qui présage;
2 digne d’attention, notable;
Sp. σημειωδέστατος.
Étymologie: σημεῖον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σημεῖον
1. αξιόλογος, σημαντικός
2. αυτός που δίνει σημεία για το μέλλον
3. (για ύφος) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος.
επίρρ...
σημειωδῶς Α
αξιοσημείωτα.
Greek Monotonic
σημειώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει σημειωθεί, αξιοσημείωτος, σημαντικός, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
σημειώδης:
1) являющийся предвестником, предвещающий (αἱ ἅλῳ περὶ τοὺς ἀστέρας Arst.);
2) пророческий, вещий (ἡ ὄψις τῶν γυπῶν Plut.).
Middle Liddell
σημει-ώδης, ες εἶδος
marked, remarkable, Strab.