είδωλο: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(10)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[εἴδωλον]], Μ και εἴδουλον)<br /><b>1.</b> [[εικόνα]] που σχηματίζεται α) από [[ανάκλαση]] σε [[νερό]], καθρέφτη ή [[άλλο]] [[αντικείμενο]]<br />β) από [[διάθλαση]] με φακούς<br /><b>2.</b> [[εικόνα]], [[άγαλμα]] λατρευτικό («ἐλάτρευσαν τοῑς εἰδώλοις», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσωπο]] στο οποίο απονέμεται υπερβολική [[λατρεία]] («ήταν το [[είδωλο]] της δεκαετίας»)<br /><b>2.</b> ψεύτικες ιδέες που από [[παράδοση]] και [[πρόληψη]] πιστεύουν οι άνθρωποι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[φάντασμα]] («ἔφρασε τὸ [[εἴδωλον]] τὸ Μελίσσης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] άυλη [[μορφή]] («[[εἴδωλον]] σκιᾱς», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ιδέα]], [[έννοια]]<br /><b>4.</b> [[πλάσμα]] της φαντασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]] «[[μορφή]], [[σχήμα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλο</i>- που [[είναι]] σπάνιο. Η λ. <i>είδωλον</i> απαντά αρχικά στον Όμηρο με τη σημ. «υπερφυσική [[οπτασία]], [[φάντασμα]]» και αργότερα σε αρχαίους συγγραφείς με τη σημ. «[[εικόνα]] που σχηματίζεται από [[ανάκλαση]] στο [[νερό]], στον καθρέφτη ή και στο [[μυαλό]]», απ' όπου παραλήφθηκε από τους Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «[[εικόνα]] ή [[ομοίωμα]] ψεύτικου θεού» και συνεκδοχικά «[[ψεύτικος]] [[θεός]]». Η λ. <i>είδωλον</i> εισήχθη αργότερα στη Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> <i>id</i><i>ō</i><i>lum</i>), απ' όπου διαδόθηκε [[ευρέως]] στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>idol</i>, γαλλ. <i>idole</i>, ιταλ. <i>idolo</i> κ.λπ.].
|mltxt=το (AM [[εἴδωλον]], Μ και εἴδουλον)<br /><b>1.</b> [[εικόνα]] που σχηματίζεται α) από [[ανάκλαση]] σε [[νερό]], καθρέφτη ή [[άλλο]] [[αντικείμενο]]<br />β) από [[διάθλαση]] με φακούς<br /><b>2.</b> [[εικόνα]], [[άγαλμα]] λατρευτικό («ἐλάτρευσαν τοῖς εἰδώλοις», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσωπο]] στο οποίο απονέμεται υπερβολική [[λατρεία]] («ήταν το [[είδωλο]] της δεκαετίας»)<br /><b>2.</b> ψεύτικες ιδέες που από [[παράδοση]] και [[πρόληψη]] πιστεύουν οι άνθρωποι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[φάντασμα]] («ἔφρασε τὸ [[εἴδωλον]] τὸ Μελίσσης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] άυλη [[μορφή]] («[[εἴδωλον]] σκιᾱς», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ιδέα]], [[έννοια]]<br /><b>4.</b> [[πλάσμα]] της φαντασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]] «[[μορφή]], [[σχήμα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλο</i>- που [[είναι]] σπάνιο. Η λ. <i>είδωλον</i> απαντά αρχικά στον Όμηρο με τη σημ. «υπερφυσική [[οπτασία]], [[φάντασμα]]» και αργότερα σε αρχαίους συγγραφείς με τη σημ. «[[εικόνα]] που σχηματίζεται από [[ανάκλαση]] στο [[νερό]], στον καθρέφτη ή και στο [[μυαλό]]», απ' όπου παραλήφθηκε από τους Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «[[εικόνα]] ή [[ομοίωμα]] ψεύτικου θεού» και συνεκδοχικά «[[ψεύτικος]] [[θεός]]». Η λ. <i>είδωλον</i> εισήχθη αργότερα στη Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> <i>id</i><i>ō</i><i>lum</i>), απ' όπου διαδόθηκε [[ευρέως]] στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>idol</i>, γαλλ. <i>idole</i>, ιταλ. <i>idolo</i> κ.λπ.].
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Greek Monolingual

το (AM εἴδωλον, Μ και εἴδουλον)
1. εικόνα που σχηματίζεται α) από ανάκλαση σε νερό, καθρέφτη ή άλλο αντικείμενο
β) από διάθλαση με φακούς
2. εικόνα, άγαλμα λατρευτικό («ἐλάτρευσαν τοῖς εἰδώλοις», ΠΔ)
νεοελλ.
1. πρόσωπο στο οποίο απονέμεται υπερβολική λατρεία («ήταν το είδωλο της δεκαετίας»)
2. ψεύτικες ιδέες που από παράδοση και πρόληψη πιστεύουν οι άνθρωποι
αρχ.
1. ομοίωμα, φάντασμα («ἔφρασε τὸ εἴδωλον τὸ Μελίσσης», Ηρόδ.)
2. κάθε άυλη μορφήεἴδωλον σκιᾱς», Αισχ.)
3. ιδέα, έννοια
4. πλάσμα της φαντασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος «μορφή, σχήμα» + επίθημα -ωλο- που είναι σπάνιο. Η λ. είδωλον απαντά αρχικά στον Όμηρο με τη σημ. «υπερφυσική οπτασία, φάντασμα» και αργότερα σε αρχαίους συγγραφείς με τη σημ. «εικόνα που σχηματίζεται από ανάκλαση στο νερό, στον καθρέφτη ή και στο μυαλό», απ' όπου παραλήφθηκε από τους Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «εικόνα ή ομοίωμα ψεύτικου θεού» και συνεκδοχικά «ψεύτικος θεός». Η λ. είδωλον εισήχθη αργότερα στη Λατινική (πρβλ. idōlum), απ' όπου διαδόθηκε ευρέως στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες
πρβλ. αγγλ. idol, γαλλ. idole, ιταλ. idolo κ.λπ.].