ρύπος: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
(36)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥύπος]], ΝΜΑ, και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. [[ῥύπα]], τὰ, Α<br /><b>1.</b> [[ακαθαρσία]], [[βρομιά]], [[λέρα]] (α. «κάθηράν τε [[ῥύπα]] [[πάντα]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ὁ ἐν τοῑς ὠσὶ [[ῥύπος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κηλίδα]] που σκιάζει το [[ήθος]] ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος, [[στίγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>οικολ.</b> [[κάθε]] [[ουσία]], οργανική ή ανόργανη, που συντελεί στη. [[ρύπανση]] και την [[καταστροφή]] του φυσικού περιβάλλοντος («χημικοί ρύποι»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στούς Αττ.) το [[κερί]] με το οποίο σφράγιζαν τα έγγραφα, βουλοκέρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ῥύπος]] ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>srup</i>- της ΙΕ ρίζας <i>sreup</i>- «[[βρομιά]], [[ακαθαρσία]]» (<b>πρβλ.</b> σλαβ. <i>strup6</i>, ρωσ. <i>strup</i>). Εξάλλου, παράλληλα [[προς]] τον τ. [[ῥύπος]], υπάρχει το [[ζεύγος]] [[ῥυπαρός]]: [[ῥυπαίνω]], που [[είτε]] πρόκειται για παλιότερο σχηματισμό [[είτε]] σχηματίστηκε μεταγενέστερα [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μιαρός]]: [[μιαίνω]].———————— <b>(II)</b><br />-ους και ιων. τ. γεν. -εος, τὸ, Α<br />ο [[φλοιός]], το ακάθαρτο επιφανειακό [[στρώμα]] του τυριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[ῥύπος]] (<i>ὁ</i>) με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥύπος]], ΝΜΑ, και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. [[ῥύπα]], τὰ, Α<br /><b>1.</b> [[ακαθαρσία]], [[βρομιά]], [[λέρα]] (α. «κάθηράν τε [[ῥύπα]] [[πάντα]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ὁ ἐν τοῖς ὠσὶ [[ῥύπος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κηλίδα]] που σκιάζει το [[ήθος]] ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος, [[στίγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>οικολ.</b> [[κάθε]] [[ουσία]], οργανική ή ανόργανη, που συντελεί στη. [[ρύπανση]] και την [[καταστροφή]] του φυσικού περιβάλλοντος («χημικοί ρύποι»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στούς Αττ.) το [[κερί]] με το οποίο σφράγιζαν τα έγγραφα, βουλοκέρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ῥύπος]] ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>srup</i>- της ΙΕ ρίζας <i>sreup</i>- «[[βρομιά]], [[ακαθαρσία]]» (<b>πρβλ.</b> σλαβ. <i>strup6</i>, ρωσ. <i>strup</i>). Εξάλλου, παράλληλα [[προς]] τον τ. [[ῥύπος]], υπάρχει το [[ζεύγος]] [[ῥυπαρός]]: [[ῥυπαίνω]], που [[είτε]] πρόκειται για παλιότερο σχηματισμό [[είτε]] σχηματίστηκε μεταγενέστερα [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μιαρός]]: [[μιαίνω]].<br /> <b>(II)</b><br />-ους και ιων. τ. γεν. -εος, τὸ, Α<br />ο [[φλοιός]], το ακάθαρτο επιφανειακό [[στρώμα]] του τυριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[ῥύπος]] (<i>ὁ</i>) με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 25 March 2021

Greek Monolingual

(I)
ο / ῥύπος, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. ῥύπα, τὰ, Α
1. ακαθαρσία, βρομιά, λέρα (α. «κάθηράν τε ῥύπα πάντα», Ομ. Οδ.
β. «ὁ ἐν τοῖς ὠσὶ ῥύπος», Αριστοτ.)
2. μτφ. κηλίδα που σκιάζει το ήθος ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος, στίγμα
νεοελλ.
οικολ. κάθε ουσία, οργανική ή ανόργανη, που συντελεί στη. ρύπανση και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος («χημικοί ρύποι»)
αρχ.
(στούς Αττ.) το κερί με το οποίο σφράγιζαν τα έγγραφα, βουλοκέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ῥύπος ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα srup- της ΙΕ ρίζας sreup- «βρομιά, ακαθαρσία» (πρβλ. σλαβ. strup6, ρωσ. strup). Εξάλλου, παράλληλα προς τον τ. ῥύπος, υπάρχει το ζεύγος ῥυπαρός: ῥυπαίνω, που είτε πρόκειται για παλιότερο σχηματισμό είτε σχηματίστηκε μεταγενέστερα κατά το σχήμα μιαρός: μιαίνω.
(II)
-ους και ιων. τ. γεν. -εος, τὸ, Α
ο φλοιός, το ακάθαρτο επιφανειακό στρώμα του τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ῥύπος () με αλλαγή γένους].