προσαρτώ: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(34) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προσαρτῶ, -άω, ΝΑ<br />[[προσδένω]] ή [[συνδέω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συνάπτω]], [[προσκολλώ]] («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς | |mltxt=προσαρτῶ, -άω, ΝΑ<br />[[προσδένω]] ή [[συνδέω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συνάπτω]], [[προσκολλώ]] («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῑς προσαρτῶντας τοξεύοντας καταβάλλειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθιστώ]] μία [[περιοχή]] [[τμήμα]] του κράτους μου, [[κάνω]] [[προσάρτηση]] ξένου εδάφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσθέτω]] («[[πολλά]] [[τίνα]] προσαρτῶμεν τῇ [[στρατηγία]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προσαρτῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] συνδεδεμένος με κάποιον («προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[είμαι]] αφοσιωμένος σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] (α. «προσαρτᾱσθαι μειρακίοις», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἡδονῇ προσηρτημένοι», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρτῶ</i> «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
Greek Monolingual
προσαρτῶ, -άω, ΝΑ
προσδένω ή συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συνάπτω, προσκολλώ («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῑς προσαρτῶντας τοξεύοντας καταβάλλειν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
καθιστώ μία περιοχή τμήμα του κράτους μου, κάνω προσάρτηση ξένου εδάφους
αρχ.
1. αγγίζω
2. μτφ. προσθέτω («πολλά τίνα προσαρτῶμεν τῇ στρατηγία», Πολ.)
3. παθ. προσαρτῶμαι, -άομαι
μτφ. α) είμαι συνδεδεμένος με κάποιον («προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν», Ξεν.)
β) είμαι αφοσιωμένος σε πρόσωπο ή πράγμα (α. «προσαρτᾱσθαι μειρακίοις», Πλούτ.
β. «ἡδονῇ προσηρτημένοι», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»].