ἐπίσυρμα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσυρμα]], τὸ (Α) [[επισύρω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σημάδι]] που αφήνει [[σώμα]] που σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν | |mltxt=[[ἐπίσυρμα]], τὸ (Α) [[επισύρω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σημάδι]] που αφήνει [[σώμα]] που σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῖς ἔργοις», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐπισύρω) A anything trailed after one : trail of a snake, Hp.Ep.15 ; trail or track made by dragging a thing, X.Cyn. 9.18.
German (Pape)
[Seite 987] τό, das Nachgeschleppte, die Schleppe, der Schweif, Hippocr. – Bei Xen. Cyn. 9, 18, sind ἐπισύρματα τοῦ ξύλου die Spuren des geschleppten Körpers.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσυρμα: τό, πᾶν ὅ,τι σύρεται κατόπιν τινός, ἡ οὐρὰ ὄφεως, Ἱππ. Ἐπ. 1277· ἡ γραμμὴ ἢ τὸ ἴχνος ὅπερ γίνεται ὅταν τις σύρῃ τι κατὰ γῆς, Ξεν. Κυν. 9, 18.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sillon que laisse après soi une chose qui balaie le sol.
Étymologie: ἐπισύρω.
Greek Monolingual
ἐπίσυρμα, τὸ (Α) επισύρω
1. οτιδήποτε σέρνεται πάνω σε κάτι
2. σημάδι που αφήνει σώμα που σέρνεται πάνω σε κάτι («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῖς ἔργοις», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐπίσυρμα: -ατος, τό, καθετί που σύρεται, ουρά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσυρμα: ατος τό борозда, тянущийся по земле след (τοῦ ξύλου Xen.).
Middle Liddell
ἐπίσυρμα, ατος, τό,
the trail or track made by dragging a thing, Xen. [from ἐπισύ¯ρω]