συνεκλείπω: Difference between revisions
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ἐκλείπω]]<br />[[αφήνω]] τη ζωή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εκλείπω]] συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ | |mltxt=ΜΑ [[ἐκλείπω]]<br />[[αφήνω]] τη ζωή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εκλείπω]] συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῦ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεκλείπω:''' одновременно прекращаться, вместе кончаться ([[ἅμα]] τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима. | |elrutext='''συνεκλείπω:''' одновременно прекращаться, вместе кончаться ([[ἅμα]] τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 25 March 2021
English (LSJ)
A vanish with or also, Str.10.2.12, Plu.2.415f,777a, al., Gal.12.412; Νομᾷ . . ἐν εἰρήνῃ τὴν Ῥώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε ended with his life, Plu.Comp.Lyc.Num.4.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich ausbleiben; Strab. 10, 2, 12; Plut. de defect. orac. 11 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλείπω: ἐκλείπω ὁμοῦ, Στράβ. 455· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 777Α, κτλ.· Νουμᾷ συνεξέλιπεν ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Συγκρ. 4.
French (Bailly abrégé)
faire défaut en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκλείπω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐκλείπω
αφήνω τη ζωή συγχρόνως με κάτι άλλο, εκλείπω συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῦ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).
Russian (Dvoretsky)
συνεκλείπω: одновременно прекращаться, вместе кончаться (ἅμα τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима.