μεταποιώ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(25)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ μεταποιῶ, -έω, σπάν. -όω)<br />[[μεταβάλλω]] την υφή ή τη [[μορφή]] ενός πράγματος, [[μετασκευάζω]], [[μετασχηματίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υποστηρίζω]], [[συμπαρίσταμαι]], [[βοηθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]], [[μεταπείθω]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[καταδιώκω]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>μεταποιοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(με γεν.) α) [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]], [[αγωνίζομαι]]<br />β) αντιποιούμαι, ιδιοποιούμαι, [[οικειοποιούμαι]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>μεταποιοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[είμαι]] [[προικισμένος]] με διαφορετική [[ποιότητα]].
|mltxt=(ΑΜ μεταποιῶ, -έω, σπάν. -όω)<br />[[μεταβάλλω]] την υφή ή τη [[μορφή]] ενός πράγματος, [[μετασκευάζω]], [[μετασχηματίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υποστηρίζω]], [[συμπαρίσταμαι]], [[βοηθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]], [[μεταπείθω]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[καταδιώκω]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>μεταποιοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(με γεν.) α) [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]], [[αγωνίζομαι]]<br />β) αντιποιούμαι, ιδιοποιούμαι, [[οικειοποιούμαι]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>μεταποιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[είμαι]] [[προικισμένος]] με διαφορετική [[ποιότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:33, 26 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταποιῶ, -έω, σπάν. -όω)
μεταβάλλω την υφή ή τη μορφή ενός πράγματος, μετασκευάζω, μετασχηματίζω
μσν.
υποστηρίζω, συμπαρίσταμαι, βοηθώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω
2. (με γεν.) καταδιώκω
3. (το μέσ.) μεταποιοῦμαι, -έομαι
(με γεν.) α) μοχθώ, κοπιάζω για κάτι, προσπαθώ, αγωνίζομαι
β) αντιποιούμαι, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι
4. (το παθ.) μεταποιοῦμαι, -όομαι
είμαι προικισμένος με διαφορετική ποιότητα.