προσποιούμαι: Difference between revisions
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
(35) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=προσποιοῦμαι, -έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, -έω, Α<br />καμώνομαι, [[κάνω]] ότι..., [[προσπαθώ]] να [[φανώ]] [[διαφορετικός]] από ό,τι [[είμαι]], [[υποκρίνομαι]] (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απομιμούμαι]], [[μιμούμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) <i>προσποιημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[προσποιητός]], [[πλαστός]], [[ψεύτικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσάπτω]], [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου («προσποιησάμενος ξύλινον [[πόδα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[παίρνω]] κάποιον με το [[μέρος]] μου, [[προσελκύω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου [[χωρίς]] να μού ανήκει, σφετερίζομαι, [[οικειοποιούμαι]]<br /><b>4.</b> (με [[άρνηση]]) [[υποκρίνομαι]] ότι δεν έχω [[κάτι]] («δεῑ δέ, καὶ εἰ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῑσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ενεργ.) α) [[παραχωρώ]]<br />β) [[βλάπτω]], [[ζημιώνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 26 March 2021
Greek Monolingual
προσποιοῦμαι, -έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, -έω, Α
καμώνομαι, κάνω ότι..., προσπαθώ να φανώ διαφορετικός από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) απομιμούμαι, μιμούμαι
2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) προσποιημένος, -η, -ο
προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος
αρχ.
1. προσάπτω, προσαρμόζω κάτι στον εαυτό μου («προσποιησάμενος ξύλινον πόδα», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον με το μέρος μου, προσελκύω
3. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου χωρίς να μού ανήκει, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι
4. (με άρνηση) υποκρίνομαι ότι δεν έχω κάτι («δεῑ δέ, καὶ εἰ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῑσθαι», Θουκ.)
5. (το ενεργ.) α) παραχωρώ
β) βλάπτω, ζημιώνω.