ὀγκύλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀγκύλλομαι]] και ὀγκυλοῡμαι, -όομαι (Α)<br /><b>1.</b> διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επαίρομαι, [[υπερηφανεύομαι]] («ὠγκυλωμένος<br />[[υπερήφανος]]», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγκυλον</i> (<b>πρβλ.</b> [[αγκύλος]]: [[αγκύλλω]])].
|mltxt=[[ὀγκύλλομαι]] και ὀγκυλοῦμαι, -όομαι (Α)<br /><b>1.</b> διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επαίρομαι, [[υπερηφανεύομαι]] («ὠγκυλωμένος<br />[[υπερήφανος]]», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγκυλον</i> (<b>πρβλ.</b> [[αγκύλος]]: [[αγκύλλω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:45, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκύλλομαι Medium diacritics: ὀγκύλλομαι Low diacritics: ογκύλλομαι Capitals: ΟΓΚΥΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: onkýllomai Transliteration B: onkyllomai Transliteration C: ogkyllomai Beta Code: o)gku/llomai

English (LSJ)

Pass., A = ὀγκόομαι, to be swollen, κοιλίη -ομένη Hp.Prorrh.1.99, Coac.606 : metaph., to be puffedup, Ar.Pax465 ; ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ath.9.382b.

German (Pape)

[Seite 291] = ὀγκόομαι, übertr., Ar. Pax 457, ὠγκύλλετο ἐπὶ τῇ τέχνῃ, Ath. IX, 382 b; im eigentlichen Sinne, anschwellen, soll es Hippocr. gebraucht haben.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκύλλομαι: παθ., = ὀγκόομαι, ἐξογκοῦμαι μεθ’ ὑπερηφανίας, ὑπερηφανεύομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 465· ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ἀθήν. 382B. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀγκύλλεσθαι· ὑψαυχενεῖν· καὶ ἐπαίρεσθαι. καὶ ὄγκον περιβεβλῆσθαι».

French (Bailly abrégé)

se gonfler, s’enorgueillir.
Étymologie: ὄγκος².

Greek Monolingual

ὀγκύλλομαι και ὀγκυλοῦμαι, -όομαι (Α)
1. διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι
2. μτφ. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι («ὠγκυλωμένος
υπερήφανος», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκυλον (πρβλ. αγκύλος: αγκύλλω)].

Greek Monotonic

ὀγκύλλομαι: Παθ., ὀγκόομαι, είμαι αλαζόνας, κομπάζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀγκύλλομαι: (только praes.) гордиться, зазнаваться Arph.

Middle Liddell

ὀγκύλλομαι, = ὀγκόομαι]
Pass. to be puffed up, Ar.