αγκύλος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγκύλος, -η, -ον)
κυρτός, καμπύλος, γαμψός
αρχ.
1. (για το ύφος του λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος
β) σαφής, λιτός
2. πονηρός, πανούργος
3. αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από τη ρίζα ἀγκ- όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῦμαι, ἀγκυλῶ νεοελλ. αγκυλότητα, αγκυλώνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγκυλοβλέφαρος, ἀγκυλόγλωσσος, ἀγκυλόδους, ἀγκυλομήτης, ἀγκυλόπους, ἀγκυλότοξος κ.ά.
μσν.
ἀγκυλοκοπῶ, ἀγκυλόρρινος].