ευφραίνω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(15)
 
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[εὐφραίνω]], Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [[εύφρων]]<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]], [[προξενώ]] σε κάποιον [[ευφροσύνη]], [[χαροποιώ]], [[καλοκαρδίζω]] (α. «με το [[τραγούδι]] σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ.<br />β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> και <b>μέσ.</b> <i>ευφραίνομαι</i><br />[[αισθάνομαι]] [[ευφροσύνη]], [[γεμίζω]] [[χαρά]] (α. «απ' την [[άνοιξη]], που εγύρισε, [[ουρανός]] και γης ευφράνθη», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἔχαιρεν εὐφραινόμενος [[ὥσπερ]] ἐν παραδείσῳ», Διγεν. Ακρ.<br />γ. «αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ευχαριστιέμαι, [[χαίρομαι]] («[[μόλις]] [[εἶδον]] πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῑστον καὶ δράξας εἰς τὰς χεῑράς μου ηὔφρανε ἡ [[καρδία]] μου», Πρόδρ.).
|mltxt=(ΑΜ [[εὐφραίνω]], Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [[εύφρων]]<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]], [[προξενώ]] σε κάποιον [[ευφροσύνη]], [[χαροποιώ]], [[καλοκαρδίζω]] (α. «με το [[τραγούδι]] σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ.<br />β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> και <b>μέσ.</b> <i>ευφραίνομαι</i><br />[[αισθάνομαι]] [[ευφροσύνη]], [[γεμίζω]] [[χαρά]] (α. «απ' την [[άνοιξη]], που εγύρισε, [[ουρανός]] και γης ευφράνθη», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἔχαιρεν εὐφραινόμενος [[ὥσπερ]] ἐν παραδείσῳ», Διγεν. Ακρ.<br />γ. «αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ευχαριστιέμαι, [[χαίρομαι]] («[[μόλις]] [[εἶδον]] πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῖστον καὶ δράξας εἰς τὰς χεῑράς μου ηὔφρανε ἡ [[καρδία]] μου», Πρόδρ.).
}}
}}

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) εύφρων
1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ.
β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.)
2. και μέσ. ευφραίνομαι
αισθάνομαι ευφροσύνη, γεμίζω χαρά (α. «απ' την άνοιξη, που εγύρισε, ουρανός και γης ευφράνθη», Σολωμ.
β. «ἔχαιρεν εὐφραινόμενος ὥσπερ ἐν παραδείσῳ», Διγεν. Ακρ.
γ. «αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις», Ηρόδ.)
μσν.
ευχαριστιέμαι, χαίρομαιμόλις εἶδον πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῖστον καὶ δράξας εἰς τὰς χεῑράς μου ηὔφρανε ἡ καρδία μου», Πρόδρ.).