Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνακολουθώ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῑς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῑς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 08:57, 27 March 2021

Greek Monolingual

συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ ἀκολουθῶ
1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον
2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία», Ισοκρ.)
3. ακολουθώ τις απόψεις κάποιου, συμφωνώ
αρχ.
1. παρακολουθώ με τον νου, με τη σκέψη
2. προκύπτω
3. μιμούμαι κάποιον
4. συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον
5. (λογ.) περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ ἀλλήλων συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», Αριστοτ.).

Greek Monolingual

συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ ἀκολουθῶ
1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον
2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία», Ισοκρ.)
3. ακολουθώ τις απόψεις κάποιου, συμφωνώ
αρχ.
1. παρακολουθώ με τον νου, με τη σκέψη
2. προκύπτω
3. μιμούμαι κάποιον
4. συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον
5. (λογ.) περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ ἀλλήλων συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», Αριστοτ.).