φαγείν: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. και επικ. τ. [[φαγέειν]] και φαγέμεν Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] («πλεῑστα φαγεῖν τε καὶ πιεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταναλώνω]], [[καταδαπανώ]] («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> (απρμφ. [[φαγεῖν]]) του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- με αρχική σημ. «[[διανέμω]], [[διαιρώ]], [[μοιράζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajati</i> «[[διαιρώ]]»), από όπου προήλθε η σημ. «[[καθορίζω]] ή [[λαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], ως [[τμήμα]], ως [[μερίδα]]» και μέσω αυτής η [[ρίζα]] έλαβε τελικά και τη σημ. «[[τρώγω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajate</i> «[[λαμβάνω]] ένα [[μέρος]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhak</i>-<i>ta</i>- «[[μερίδα]], [[γεύμα]], [[τροφή]]», <i>bhaksati</i> «[[τρώγω]], [[πίνω]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhaga</i>- «[[ιδιοκτησία]], [[καλοτυχία]]», αβεστ. <i>baga</i>- / <i>baγa</i>- «[[τμήμα]], [[καλοτυχία]]»)].
|mltxt=και ιων. και επικ. τ. [[φαγέειν]] και φαγέμεν Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] («πλεῖστα [[φαγεῖν]] τε καὶ πιεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταναλώνω]], [[καταδαπανώ]] («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> (απρμφ. [[φαγεῖν]]) του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- με αρχική σημ. «[[διανέμω]], [[διαιρώ]], [[μοιράζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajati</i> «[[διαιρώ]]»), από όπου προήλθε η σημ. «[[καθορίζω]] ή [[λαμβάνω]] ως [[μερίδιο]], ως [[τμήμα]], ως [[μερίδα]]» και μέσω αυτής η [[ρίζα]] έλαβε τελικά και τη σημ. «[[τρώγω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhajate</i> «[[λαμβάνω]] ένα [[μέρος]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhak</i>-<i>ta</i>- «[[μερίδα]], [[γεύμα]], [[τροφή]]», <i>bhaksati</i> «[[τρώγω]], [[πίνω]], [[επωφελούμαι]]», <i>bhaga</i>- «[[ιδιοκτησία]], [[καλοτυχία]]», αβεστ. <i>baga</i>- / <i>baγa</i>- «[[τμήμα]], [[καλοτυχία]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 27 March 2021

Greek Monolingual

και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α
1. τρώγω («πλεῖστα φαγεῖν τε καὶ πιεῖν», Αριστοτ.)
2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β' -φαγ-ον (απρμφ. φαγεῖν) του ρ. ἐσθίω «τρώγω» ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhag- με αρχική σημ. «διανέμω, διαιρώ, μοιράζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhajati «διαιρώ»), από όπου προήλθε η σημ. «καθορίζω ή λαμβάνω ως μερίδιο, ως τμήμα, ως μερίδα» και μέσω αυτής η ρίζα έλαβε τελικά και τη σημ. «τρώγω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhajate «λαμβάνω ένα μέρος, επωφελούμαι», bhak-ta- «μερίδα, γεύμα, τροφή», bhaksati «τρώγω, πίνω, επωφελούμαι», bhaga- «ιδιοκτησία, καλοτυχία», αβεστ. baga- / baγa- «τμήμα, καλοτυχία»)].