ομαλότητα: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμαλότης]]) [[ομαλός]]<br />([[ιδίως]] για [[επιφάνεια]]) η [[ιδιότητα]] του ομαλού, το να [[είναι]] [[κάτι]] επίπεδο ή λείο, [[χωρίς]] εσοχές ή εξοχές, [[χωρίς]] ανωμαλίες («[[ὁμαλότης]] τοῦ ἐνόπτρου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολιτική]] [[κατάσταση]] που χαρακτηρίζεται από την [[ευρυθμία]] του δημοκρατικού πολιτεύματος και την [[έλλειψη]] έντονων κοινωνικών συγκρούσεων ή εκτροπών («[[μετά]] από τα τελευταία γεγονότα επανήλθε η [[ομαλότητα]] στη [[χώρα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ομαλή [[επιφάνεια]] γης, [[πεδιάδα]]<br /><b>2.</b> [[ισότητα]], [[ισορροπία]] («ἐν μὲν ὁμαλότητι [[μηδέποτε]] ἐθέλειν κίνησιν ἐνεῖναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για την [[ατμόσφαιρα]]) ύπαρξη κανονικής θερμοκρασίας<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) [[συμμετρία]]<br /><b>5.</b> (για σφυγμό) [[κανονικότητα]]<br /><b>6.</b> [[ισότητα]] («ἐξευπορεῖν ὁμαλότητα | |mltxt=η (ΑΜ [[ὁμαλότης]]) [[ομαλός]]<br />([[ιδίως]] για [[επιφάνεια]]) η [[ιδιότητα]] του ομαλού, το να [[είναι]] [[κάτι]] επίπεδο ή λείο, [[χωρίς]] εσοχές ή εξοχές, [[χωρίς]] ανωμαλίες («[[ὁμαλότης]] τοῦ ἐνόπτρου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολιτική]] [[κατάσταση]] που χαρακτηρίζεται από την [[ευρυθμία]] του δημοκρατικού πολιτεύματος και την [[έλλειψη]] έντονων κοινωνικών συγκρούσεων ή εκτροπών («[[μετά]] από τα τελευταία γεγονότα επανήλθε η [[ομαλότητα]] στη [[χώρα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ομαλή [[επιφάνεια]] γης, [[πεδιάδα]]<br /><b>2.</b> [[ισότητα]], [[ισορροπία]] («ἐν μὲν ὁμαλότητι [[μηδέποτε]] ἐθέλειν κίνησιν ἐνεῖναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για την [[ατμόσφαιρα]]) ύπαρξη κανονικής θερμοκρασίας<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) [[συμμετρία]]<br /><b>5.</b> (για σφυγμό) [[κανονικότητα]]<br /><b>6.</b> [[ισότητα]] («ἐξευπορεῖν ὁμαλότητα ταῖς οὐσίαις», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 27 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁμαλότης) ομαλός
(ιδίως για επιφάνεια) η ιδιότητα του ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο, χωρίς εσοχές ή εξοχές, χωρίς ανωμαλίες («ὁμαλότης τοῦ ἐνόπτρου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ευρυθμία του δημοκρατικού πολιτεύματος και την έλλειψη έντονων κοινωνικών συγκρούσεων ή εκτροπών («μετά από τα τελευταία γεγονότα επανήλθε η ομαλότητα στη χώρα»)
αρχ.
1. ομαλή επιφάνεια γης, πεδιάδα
2. ισότητα, ισορροπία («ἐν μὲν ὁμαλότητι μηδέποτε ἐθέλειν κίνησιν ἐνεῖναι», Πλάτ.)
3. (για την ατμόσφαιρα) ύπαρξη κανονικής θερμοκρασίας
4. (για κίνηση) συμμετρία
5. (για σφυγμό) κανονικότητα
6. ισότητα («ἐξευπορεῖν ὁμαλότητα ταῖς οὐσίαις», Πλάτ.).