οδοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁδοποιῶ, -έω (Α) [[οδοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ρεύμα]]) [[ανοίγω]] δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ [[ὕδωρ]] τά τε [[χωρί]]' ἐλυμήνατο καὶ | |mltxt=ὁδοποιῶ, -έω (Α) [[οδοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ρεύμα]]) [[ανοίγω]] δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ [[ὕδωρ]] τά τε [[χωρί]]' ἐλυμήνατο καὶ μᾶλλον ὡδοποίει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>ὁδοποιοῦμαι</i> -<i>έομαι</i><br />(για οδό) καθίσταμαι [[κατάλληλος]] για [[χρήση]] ή για [[διάβαση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[τακτοποιώ]], [[διορθώνω]]<br /><b>6.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[οδηγός]] κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (το μέσ.) (για στρατό) [[ανοίγω]] δρόμο για να περάσω. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
ὁδοποιῶ, -έω (Α) οδοποιός
1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.)
2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.)
3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε χωρί' ἐλυμήνατο καὶ μᾶλλον ὡδοποίει», Δημοσθ.)
4. (το παθ.) ὁδοποιοῦμαι -έομαι
(για οδό) καθίσταμαι κατάλληλος για χρήση ή για διάβαση
5. μτφ. τακτοποιώ, διορθώνω
6. χρησιμεύω ως οδηγός κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», Ξεν.)
7. (το μέσ.) (για στρατό) ανοίγω δρόμο για να περάσω.