χειρουργώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=χειρουργῶ, -έω, ΝΜΑ [[χειρουργός]]<br />[[εκτελώ]] [[εγχείρηση]], [[κάνω]] [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[υπηρεσία]] με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[χειροδικώ]], [[βιαιοπραγώ]] («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> φτειάχνω με τα χέρια μου, [[κτίζω]]<br /><b>4.</b> [[ασκώ]] μια [[τέχνη]]<br /><b>5.</b> [[παίζω]] ένα μουσικό όργανο<br /><b>6.</b> [[παράγω]] με [[τεχνικά]] [[μέσα]] («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῡντες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αυνανίζομαι]]<br /><b>8.</b> (το παθ.) <i>χειρουργοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[τόπο]]) α) καλλιεργούμαι εντατικά<br />β) (για [[φαγητό]]) παρασκευάζομαι με [[μεγάλη]] [[μαγειρική]] [[επιδεξιότητα]].
|mltxt=χειρουργῶ, -έω, ΝΜΑ [[χειρουργός]]<br />[[εκτελώ]] [[εγχείρηση]], [[κάνω]] [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[υπηρεσία]] με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[χειροδικώ]], [[βιαιοπραγώ]] («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> φτειάχνω με τα χέρια μου, [[κτίζω]]<br /><b>4.</b> [[ασκώ]] μια [[τέχνη]]<br /><b>5.</b> [[παίζω]] ένα μουσικό όργανο<br /><b>6.</b> [[παράγω]] με [[τεχνικά]] [[μέσα]] («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῦν
τες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αυνανίζομαι]]<br /><b>8.</b> (το παθ.) <i>χειρουργοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[τόπο]]) α) καλλιεργούμαι εντατικά<br />β) (για [[φαγητό]]) παρασκευάζομαι με [[μεγάλη]] [[μαγειρική]] [[επιδεξιότητα]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

χειρουργῶ, -έω, ΝΜΑ χειρουργός
εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση
αρχ.
1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)
2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν», Θουκ.)
3. φτειάχνω με τα χέρια μου, κτίζω
4. ασκώ μια τέχνη
5. παίζω ένα μουσικό όργανο
6. παράγω με τεχνικά μέσα («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῦν τες», Διόδ.)
7. αυνανίζομαι
8. (το παθ.) χειρουργοῦμαι, -έομαι
(για τόπο) α) καλλιεργούμαι εντατικά
β) (για φαγητό) παρασκευάζομαι με μεγάλη μαγειρική επιδεξιότητα.