Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στολιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " , " to ", ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στολιδοῦμαι]]<br />αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῦν
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στολιδοῦμαι]]<br />αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῦν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ [[κάτω]]», <b>Ξεν.</b>).
, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ [[κάτω]]», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:12, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολιδωτός Medium diacritics: στολιδωτός Low diacritics: στολιδωτός Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: stolidōtós Transliteration B: stolidōtos Transliteration C: stolidotos Beta Code: stolidwto/s

English (LSJ)

ή, όν, (A στολίς 11) σ. χιτών a long tunic hanging in many folds, X.Cyr.6.4.2, cf. Poll.7.54.

German (Pape)

[Seite 946] adj. verb. von στολιδόω, angezogen; – χιτών, ein faltenreicher Rock, τὰ κάτω, Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.

Greek (Liddell-Scott)

στολῐδωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ στολιδόομαι (στολίς ΙΙ), στ. χιτών, μακρὺς χιτών, σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plissé.
Étymologie: στολιδόω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στολιδοῦμαι
αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῦν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ κάτω», Ξεν.).

Greek Monotonic

στολῐδωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του στολιδόομαι· στολῐδωτὸς χιτών, μακρύς χιτώνας που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στολῐδωτός: ниспадающий складками (χιτών Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολιδωτός -ή -όν [στολιδόομαι] geplooid, met plooien.

Middle Liddell

στολῐδωτός, ή, όν verb. adj. of στολιδόομαι
στ. χιτών a tunic hanging in folds, Xen.