τυρόω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyroo
|Transliteration C=tyroo
|Beta Code=turo/w
|Beta Code=turo/w
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make into cheese]], [[curdle]], in Pass., Sopat.8, Dsc.2.83, Gal. 6.683, Sch. Theoc.5.86: metaph., ἐτύρωσάς με ἴσα τυρῷ LXX Jb.10.10; ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν ib.Ps.118(119).70.<br><span class="bld">2</span> [[make a mess of]] (cf. [[τυρεύω]] ''ΙΙ''), τυροῦντες ἅπαντα Archestr.Fr.45.13; τυρωθέντα· ταραχθέντα, Hsch.<br><span class="bld">II</span> [[make]] or [[season]] with [[cheese]], πλακοῦντες τετυρωμένοι Artem.1.72.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make]] into [[cheese]], [[curdle]], in Pass., Sopat.8, Dsc.2.83, Gal. 6.683, Sch. Theoc.5.86: metaph., ἐτύρωσάς με ἴσα τυρῷ LXX Jb.10.10; ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν ib.Ps.118(119).70.<br><span class="bld">2</span> [[make a mess of]] (cf. [[τυρεύω]] ''ΙΙ''), τυροῦντες ἅπαντα Archestr.Fr.45.13; τυρωθέντα· ταραχθέντα, Hsch.<br><span class="bld">II</span> [[make]] or [[season]] with [[cheese]], πλακοῦντες τετυρωμένοι Artem.1.72.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:14, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρόω Medium diacritics: τυρόω Low diacritics: τυρόω Capitals: ΤΥΡΟΩ
Transliteration A: tyróō Transliteration B: tyroō Transliteration C: tyroo Beta Code: turo/w

English (LSJ)

A make into cheese, curdle, in Pass., Sopat.8, Dsc.2.83, Gal. 6.683, Sch. Theoc.5.86: metaph., ἐτύρωσάς με ἴσα τυρῷ LXX Jb.10.10; ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν ib.Ps.118(119).70.
2 make a mess of (cf. τυρεύω ΙΙ), τυροῦντες ἅπαντα Archestr.Fr.45.13; τυρωθέντα· ταραχθέντα, Hsch.
II make or season with cheese, πλακοῦντες τετυρωμένοι Artem.1.72.

German (Pape)

[Seite 1165] 1) Käse machen, zu Käse machen, γάλα, pass. sich käsen, gerinnen. – 2) durch einander rühren, mengen, listig anstiften, wie τυρέω.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρόω: μεταβάλλω εἰς τυρόν, «πήζω», τὸ γάλα Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 86· πρβλ. Ἑβδ. Ἰὼβ Ι΄, 10). ― Παθητ., συμπήγνυμαι, στερεοποιοῦμαι, τυροῦται δέμας Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 101Α· μεταφορ., ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄, 70). 2) = τυρεύω ΙΙ. 2, τυροῦντες ἅπαντα Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β· «τυρωθέντα, ταραχθέντα» Ἡσύχ. ΙΙ. παρασκευάζω διὰ τυροῦ, πλακοῦντες τετυρωμένοι Ἀρτεμίδ. 1. 72.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. réduire en fromage ; p. anal. :
1 faire cailler, rendre épais comme du fromage ; Pass. ressembler à du fromage, fig. être durci, être endurci;
2 mêler, brouiller;
II. Pass. être saupoudré ou recouvert de fromage.
Étymologie: τυρός.

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α τυρός
τυρεύω.
(II)
τυρόω, Α τυρός
1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῦν», Σχόλ. Θεοκρ.)
2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῦν τες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῦν τες ἅπαντα», Αρχέστρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «τυροῦμαι, ταράττομαι»
5. παθ. τυροῦμαι, τυρόομαι
πήζω, στερεοποιούμαι όπως το τυρί.