επαγγελία: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐπαγγελία]]) [[επαγγέλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]], [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γη της επαγγελίας» — η [[Χαναάν]], η [[χώρα]] που υποσχέθηκε ο [[θεός]] στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[επαγγελία]]» — [[δημόσια]] [[υπόσχεση]] αμοιβής [[υπέρ]] εκείνου που θα εκτελέσει την [[αντιπαροχή]] που ορίζει ο επαγγελλόμενος<br />β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — [[κάθε]] πλούσια, εύφορη [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[παραγγελία]] («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, [[ὕδωρ]] καὶ γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγγελία]], [[αναγγελία]], [[είδηση]] («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ [[ἐπαγγελία]] ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῑν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δήλωση]], [[υπόδειξη]]<br /><b>4.</b> το [[θέμα]] μιας πραγματείας<br /><b>5.</b> η διαφημιζόμενη [[ιδιότητα]] ενός φαρμάκου<br /><b>6.</b> [[δημόσια]] [[εξάσκηση]] επαγγέλματος<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> [[αναζήτηση]]<br /><b>8.</b> (αττ. δίκ.) [[επαγγελία]] (ενν. <i>δοκιμασίας</i>)<br />[[κλήση]] ρήτορα σε [[απολογία]], [[γιατί]] δημηγόρησε [[δημόσια]], [[χωρίς]] να έχει [[δικαίωμα]]<br /><b>9.</b> (γενικά) [[κλήση]].
|mltxt=η (Α [[ἐπαγγελία]]) [[επαγγέλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]], [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γη της επαγγελίας» — η [[Χαναάν]], η [[χώρα]] που υποσχέθηκε ο [[θεός]] στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[επαγγελία]]» — [[δημόσια]] [[υπόσχεση]] αμοιβής [[υπέρ]] εκείνου που θα εκτελέσει την [[αντιπαροχή]] που ορίζει ο επαγγελλόμενος<br />β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — [[κάθε]] πλούσια, εύφορη [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[παραγγελία]] («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, [[ὕδωρ]] καὶ γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγγελία]], [[αναγγελία]], [[είδηση]] («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ [[ἐπαγγελία]] ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῖν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δήλωση]], [[υπόδειξη]]<br /><b>4.</b> το [[θέμα]] μιας πραγματείας<br /><b>5.</b> η διαφημιζόμενη [[ιδιότητα]] ενός φαρμάκου<br /><b>6.</b> [[δημόσια]] [[εξάσκηση]] επαγγέλματος<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> [[αναζήτηση]]<br /><b>8.</b> (αττ. δίκ.) [[επαγγελία]] (ενν. <i>δοκιμασίας</i>)<br />[[κλήση]] ρήτορα σε [[απολογία]], [[γιατί]] δημηγόρησε [[δημόσια]], [[χωρίς]] να έχει [[δικαίωμα]]<br /><b>9.</b> (γενικά) [[κλήση]].
}}
}}

Latest revision as of 06:41, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (Α ἐπαγγελία) επαγγέλλομαι
1. υπόσχεση, διαβεβαίωση
2. φρ. «γη της επαγγελίας» — η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσια επαγγελία» — δημόσια υπόσχεση αμοιβής υπέρ εκείνου που θα εκτελέσει την αντιπαροχή που ορίζει ο επαγγελλόμενος
β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — κάθε πλούσια, εύφορη χώρα
αρχ.
1. διαταγή, παραγγελία («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καὶ γῆν», Πολ.)
2. αγγελία, αναγγελία, είδηση («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῖν», ΚΔ)
3. δήλωση, υπόδειξη
4. το θέμα μιας πραγματείας
5. η διαφημιζόμενη ιδιότητα ενός φαρμάκου
6. δημόσια εξάσκηση επαγγέλματος
7. στον πληθ. αναζήτηση
8. (αττ. δίκ.) επαγγελία (ενν. δοκιμασίας)
κλήση ρήτορα σε απολογία, γιατί δημηγόρησε δημόσια, χωρίς να έχει δικαίωμα
9. (γενικά) κλήση.