εναπόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(11)
 
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐναπόκειμαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b><br /><b>1.</b> <i>ἐναπόκειται</i><br />βρίσκεται στη [[διάθεση]], στην [[εξουσία]] κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[είναι]] [[χρέος]], [[είναι]] [[υποχρέωση]] κάποιου, ανήκει σε κάποιον, [[είναι]] υποχρεωμένος να...<br /><b>μσν.</b><br />αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόκειμαι]] σ' έναν [[τόπο]] («πηγὰς ἐναποκεῑσθαι τοῑς τόποις», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐναπόκειμαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b><br /><b>1.</b> <i>ἐναπόκειται</i><br />βρίσκεται στη [[διάθεση]], στην [[εξουσία]] κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[είναι]] [[χρέος]], [[είναι]] [[υποχρέωση]] κάποιου, ανήκει σε κάποιον, [[είναι]] υποχρεωμένος να...<br /><b>μσν.</b><br />αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόκειμαι]] σ' έναν [[τόπο]] («πηγὰς ἐναποκεῖσθαι τοῖς τόποις», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐναπόκειμαι)
νεοελλ.
απρόσ.
1. ἐναπόκειται
βρίσκεται στη διάθεση, στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
2. είναι χρέος, είναι υποχρέωση κάποιου, ανήκει σε κάποιον, είναι υποχρεωμένος να...
μσν.
αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι
αρχ.
απόκειμαι σ' έναν τόπο («πηγὰς ἐναποκεῖσθαι τοῖς τόποις», Πλούτ.).