Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσπιέζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ<br />([[ιδίως]] σχετικά με επίδεσμο) [[δένω]] [[κάτι]] πολύ [[σφιχτά]], [[συσφίγγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] πιο πολύ, [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]]<br /><b>3.</b> [[εξασκώ]] [[πίεση]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω [[μέρος]]... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ [[κάτω]]», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ<br />([[ιδίως]] σχετικά με επίδεσμο) [[δένω]] [[κάτι]] πολύ [[σφιχτά]], [[συσφίγγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] πιο πολύ, [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]]<br /><b>3.</b> [[εξασκώ]] [[πίεση]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («κινοῦσι δὲ τὸ ἄνω [[μέρος]]... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ [[κάτω]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπῐέζω Medium diacritics: προσπιέζω Low diacritics: προσπιέζω Capitals: ΠΡΟΣΠΙΕΖΩ
Transliteration A: prospiézō Transliteration B: prospiezō Transliteration C: prospiezo Beta Code: prospie/zw

English (LSJ)

also προσπερι-πῐεζέω Ph. ap. Eus.PE8.14:—A press besides, τι Hp.Acut.(Sp.) 59; press against, τοὺς ὀδόντας Archig. ap. Gal.12.860:—Pass., προσπεπιεσμένη tight, of a bandage, Heliod. ap. Orib.47.14.7. 2 π. τι πρός τι press to or upon, Arist.HA526a23:—Pass., Ph.2.400.

German (Pape)

[Seite 777] noch dazu drücken; Aesch. Ch. 299, l. d.; πρός τι, Arist. H. A. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσπιέζω: μέλλ. -έσω, πιέζω προσέτι, τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. πιέζω ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι πρός τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637.

Greek Monolingual

και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ
(ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγω
αρχ.
1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω
2. πιέζω κάτι ολόγυρα
3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῦσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

προσπιέζω: прижимать, придавливать (τὸ ἄνω μέρος πρὸς τὸ κάτω Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πιέζω samendrukken.