λήϊον: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λήϊον]], δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αθέριστοι καρποί του αγρού, [[χωράφι]] [[πριν]] από τον θερισμό, [[σπαρτά]] στην [[ακμή]] τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ [[λήϊον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]]<br /><b>3.</b> η [[λεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱFιον</i> «[[κέρδος]], [[προϊόν]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα [[απολαύω]] και [[λεία]] (ιων. τ. [[ληΐη]])].
|mltxt=[[λήϊον]], δωρ. τ. λᾷιον και λαῖον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αθέριστοι καρποί του αγρού, [[χωράφι]] [[πριν]] από τον θερισμό, [[σπαρτά]] στην [[ακμή]] τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ [[λήϊον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]]<br /><b>3.</b> η [[λεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱFιον</i> «[[κέρδος]], [[προϊόν]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα [[απολαύω]] και [[λεία]] (ιων. τ. [[ληΐη]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήϊον Medium diacritics: λήϊον Low diacritics: λήϊον Capitals: ΛΗΪΟΝ
Transliteration A: lḗïon Transliteration B: lēion Transliteration C: liion Beta Code: lh/i+on

English (LSJ)

(A), Dor. λᾷον (q.v.), τό, A standing crop, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λ. Il.2.147, al., cf. Hes.Sc.288, Hdt.1.19, Pherecr.20 (pl.); τοῦ σίτου τὸ λ. Arist.HA612a32; λ. σίτου βαθύ Arr.An.1.4.1; λήϊά τε σταχύων IG14.1389ii 10. 2 in later Poets, also, corn-field, Theoc.10.42 (in Dor. form); ληΐου κόμῃ Babr.88.3. 3 = λεία, booty, SIG3g (Susa, from Didyma, v B.C.).
λήϊον (B), τό, v.λῄδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
champ de blé ; moisson ; champ ensemencé.
Étymologie: R. ΛαϜ, v. *λάω.

Greek Monolingual

λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῖον, τὸ (Α)
1. αθέριστοι καρποί του αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.)
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι
3. η λεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον «κέρδος, προϊόν». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα απολαύω και λεία (ιων. τ. ληΐη)].

Greek Monotonic

λήϊον: Δωρ. λᾷον, τό,
1. σπαρτά, χωράφι πριν το θερισμό, Λατ. seges, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιτοβολώνας, σε Θεόκρ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

λήϊον: дор. λαῖον и стяж. λᾷον τό нива, посев (βαθύ Hom.; τοῦ σίτου Arst.; κάρπιμον Theocr.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: standing crop, the fruits on the field, the green seeds (Il., Arist.)
Other forms: Dor. λάϊον, λᾳ̃ον (Sophr., Theoc.)
Compounds: compp., e.g. λᾳ̃ο-τομέω mow the seed (Theoc.), πολυ-λήϊος rich in seed (E 613 etc.; cf. Bechtel Lex. s. ἀλήϊος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: If λάϊον is a real Doric form, λήϊον can with Bq from *λάϜ-ιον as *'gain, produce' belong to ἀπο-λαύω (s. v.); on the formation cf. λεία (s. v.) from *λαϜ-ία. The connection with the group of λύω (Benfey a.o., s. Bq; cf. also λαῖον) seems to require PGr. *ληϜ-.

Frisk Etymology German

λήϊον: (ep. ion. poet. seit Il., Arist. u. sp. Prosa),
{lḗïon}
Forms: dor. λάϊον, λᾷον (Sophr., Theok.)
Meaning: die auf dem Felde stehende Frucht, Feldfrucht, die grüne Saat, Saatfeld.
Composita : Kompp., z.B. λᾷοτομέω die Saat abmähen (Theok.), πολυλήϊος saatenreich (Ε 613 usw.; vgl. Bechtel Lex. s. ἀλήϊος).
Etymology : Wenn λάϊον eine echte dorische Form ist, kann λήϊον mit Bq aus *λάϝιον als *’Gewinn, Ertrag’ zn ἀπολαύω (s. d.) gehören; zur Bildung vgl. λεία (s. d.) aus *λαϝία. Die Anknüpfung an die Sippe von λύω (Benfey u.a., s. Bq; vgl. auch λαῖον) scheint urgr. *ληϝ- zu erfordern.
Page 2,115