πολυλήϊος

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυλήϊος Medium diacritics: πολυλήϊος Low diacritics: πολυλήϊος Capitals: ΠΟΛΥΛΗΪΟΣ
Transliteration A: polylḗïos Transliteration B: polylēios Transliteration C: polyliios Beta Code: polulh/i+os

English (LSJ)

πολυλήϊον, (λήϊον) with many cornfields, Il.5.613, Hes.Fr.134.1; Εὔβοια prob. in B.9.34; fruitful, ἄροσις Arat.1058.

German (Pape)

[Seite 665] mit vielen Saatfeldern, reich an Saaten, an Getreide; Il. 5, 613; Hes. frg. 39, 1; Ap. Rh. 4, 267; auch von Menschen, 1, 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
riche en champs de blé ; opulent.
Étymologie: πολύς, λήϊον.

English (Autenrieth)

(λήϊον): rich in harvests, Il. 5.613†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά χωράφια με σιτηρά
2. αυτός που παράγει πολύ καρπό («πολυλήϊος ἄροσις», Άρατ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λήϊον «χωράφι με σιτηρά» (πρβλ. βαθυλήϊος)].

Greek Monotonic

πολῠλήϊος: -ον (λήϊον), αυτός που έχει πολλά σιτοφόρα χωράφια, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυλήϊος -ον [πολύς, λήϊον] rijk aan korenvelden.

Russian (Dvoretsky)

πολυλήϊος: богатый нивами (Ἄμφιος Hom.; Ἄσκρη Hes.).

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний