δοκιμεῖον: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δοκιμεῖον''': τό, [[κριτήριον]], [[μέσον]] πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ [[μετὰ]] δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. [[δεῖγμα]] τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. [[δοκιμεῖον]], Meisterh. σ. 51.
|lstext='''δοκιμεῖον''': τό, [[κριτήριον]], [[μέσον]] πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ μετὰ δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. [[δεῖγμα]] τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. [[δοκιμεῖον]], Meisterh. σ. 51.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμεῖον Medium diacritics: δοκιμεῖον Low diacritics: δοκιμείον Capitals: ΔΟΚΙΜΕΙΟΝ
Transliteration A: dokimeîon Transliteration B: dokimeion Transliteration C: dokimeion Beta Code: dokimei=on

English (LSJ)

τό, A test, means of testing, Pl.Ti.65c (v.l. δοκίμιον, as in D.H.Rh.11.1, Ep.Jac.1.3, 1 Ep.Pet.1.7, S.E.M.7.430, Lib.Decl.16.55), IG7.303.31 (Orop.); proof, εὐσεβείας OGI308.16 (Hierapolis), cf. Zos.3.13.

German (Pape)

[Seite 653] τό, Mittel, mit dem man etwas untersucht und prüft, Plat. Tim. 65 c, nach Bekker; Inscr. 1570.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμεῖον: τό, κριτήριον, μέσον πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ μετὰ δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. δεῖγμα τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. δοκιμεῖον, Meisterh. σ. 51.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mieux que δοκίμιον;
moyen d’éprouver, d’essayer.
Étymologie: δόκιμος.

Greek Monotonic

δοκιμεῖον: ή δοκίμιον, τό (δόκιμος), κριτήριο, μέσο για δοκιμή, τρόπος δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμεῖον: и δοκίμιον τό средство испытания или проверки: εἰ δ. ἔχει Plut. если возможно удостовериться; τὰ φλέβια, οἷόνπερ δοκίμια τῆς γλώττης Plat. жилки, служащие как бы щупальцами языка.

Middle Liddell

n n δόκιμος
a test, means of testing, Plat., NTest. [from δοκιμή