μεγαλοδύναμος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοδύνᾰμος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μεγάλην δύναμιν, Ἑρμίας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 176. κτλ. - Ἐπίρρ. μεγαλοδυνάμως, [[μετὰ]] [[μεγάλης]] δυνάμεως, «Cod. gr. Par. 501, fol. 191 r0 et 1197, fol. 173 v0» ἐν Annu etc. IX, σ. 31.
|lstext='''μεγᾰλοδύνᾰμος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μεγάλην δύναμιν, Ἑρμίας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 176. κτλ. - Ἐπίρρ. μεγαλοδυνάμως, μετὰ [[μεγάλης]] δυνάμεως, «Cod. gr. Par. 501, fol. 191 r0 et 1197, fol. 173 v0» ἐν Annu etc. IX, σ. 31.
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 11:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοδύνᾰμος Medium diacritics: μεγαλοδύναμος Low diacritics: μεγαλοδύναμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟΣ
Transliteration A: megalodýnamos Transliteration B: megalodynamos Transliteration C: megalodynamos Beta Code: megalodu/namos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, A very powerful, Herm. in Phdr.p.176 A., PMag.Lond.121.881, PMag.Leid.V.11.24.

German (Pape)

[Seite 106] viel vermögend, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 605; – μεγαλοδυνάμενος ist f. L, dafür Schol. Aesch. Pers. 641.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοδύνᾰμος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μεγάλην δύναμιν, Ἑρμίας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 176. κτλ. - Ἐπίρρ. μεγαλοδυνάμως, μετὰ μεγάλης δυνάμεως, «Cod. gr. Par. 501, fol. 191 r0 et 1197, fol. 173 v0» ἐν Annu etc. IX, σ. 31.

Spanish

que tiene gran fuerza, que tiene gran poder

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλοδύναμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος
ο Θεός.
επίρρ...
μεγαλοδυνάμως (Α)
με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. αυτο-δύναμος].