πεφυλαγμένως: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεφῠλαγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[φυλάσσω]], [[μετὰ]] προφυλάξεως, [[μετὰ]] προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.
|lstext='''πεφῠλαγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[φυλάσσω]], μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῠλαγμένως Medium diacritics: πεφυλαγμένως Low diacritics: πεφυλαγμένως Capitals: ΠΕΦΥΛΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pephylagménōs Transliteration B: pephylagmenōs Transliteration C: pefylagmenos Beta Code: pefulagme/nws

English (LSJ)

Adv., (φυλάσσω) A with due caution, X.An.2.4.24, Eq.Mag.6.2, Aen.Tact.15.7, D.7.29, Plu.Oth.7,al., Luc.Philops.6; πρός τι π. ἔχειν Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φυλάσσω, μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec précaution.
Étymologie: part. pf. Pass. de φυλάσσω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με προφύλαξη, προσεκτικά
2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» — είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος του φυλάσσω.

Greek Monotonic

πεφῠλαγμένως:1. επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φυλάσσω, προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.
2. με ασφάλεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πεφῠλαγμένως:
1) соблюдая предосторожности, осторожно Xen., Dem., Isocr.;
2) в безопасности Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφυλαγμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φυλάττω, op voorzichtige wijze, op verstandige wijze.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part. of φυλάσσω
1. cautiously, Xen., Dem.
2. safely, Xen.