ἀλκίβιος: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλκίβιος''': ἡ, | |lstext='''ἀλκίβιος''': ἡ, μετὰ καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἔχις]], [[εἶδος]] ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· [[ὡσαύτως]] ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλκίβιος]], η (Α)<br />[[είδος]] του φυτού άγχουσα, [[αντίδοτο]] για το [[δάγκωμα]] του φιδιού, <b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλκιβιάδειον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλκὴ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | |mltxt=[[ἀλκίβιος]], η (Α)<br />[[είδος]] του φυτού άγχουσα, [[αντίδοτο]] για το [[δάγκωμα]] του φιδιού, <b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλκιβιάδειον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλκὴ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 20 April 2021
English (LSJ)
ἡ, A = ἔχις, Cretan bugloss, Echium parviflorum, used as an antidote to snake-bite, Sch. Nic.Th.541. (Ἀλκιβίον is pr. n. in Nic.l.c.)
German (Pape)
[Seite 100] ἔχις, eine Pflanze gegen den Schlangenbiß, Nic. Ther. 541; auch ἀλκιβιάδειον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκίβιος: ἡ, μετὰ καὶ ἄνευ τοῦ ἔχις, εἶδος ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· ὡσαύτως ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.
Greek Monolingual
ἀλκίβιος, η (Α)
είδος του φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα του φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί- (< ἀλκὴ) + βίος.