ἀνέορτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέορτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἑορτῆς, Ἀλκίφρων 3. 49· ἑορταὶ ἀνέορτοι, ἑορταὶ μὴ τηρούμεναι, Διον. Ἁλ. 8. 25: [[μετὰ]] γεν., [[ἀνέορτος]] ἱρῶν, [[ἀμέτοχος]] ἑορταστικῶν τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 310.
|lstext='''ἀνέορτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἑορτῆς, Ἀλκίφρων 3. 49· ἑορταὶ ἀνέορτοι, ἑορταὶ μὴ τηρούμεναι, Διον. Ἁλ. 8. 25: μετὰ γεν., [[ἀνέορτος]] ἱρῶν, [[ἀμέτοχος]] ἑορταστικῶν τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 310.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέορτος Medium diacritics: ἀνέορτος Low diacritics: ανέορτος Capitals: ΑΝΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: anéortos Transliteration B: aneortos Transliteration C: aneortos Beta Code: a)ne/ortos

English (LSJ)

ον, A without festival, Alciphr.3.49; ἑορταί ἀ. festivals unkept, D.H.8.25, but, impious festivals, Ph.2.320: c. gen., ἀ. ἱερῶν without share in festal rites, E.El.310.

German (Pape)

[Seite 224] ohne Fest, nicht feierlich, Alciphr. 3, 49; καὶ ἄθυτος D. Hal. 8, 25; ἱερῶν setzt Eur. El. 308 noch hinzu.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέορτος: -ον, ὁ ἄνευ ἑορτῆς, Ἀλκίφρων 3. 49· ἑορταὶ ἀνέορτοι, ἑορταὶ μὴ τηρούμεναι, Διον. Ἁλ. 8. 25: μετὰ γεν., ἀνέορτος ἱρῶν, ἀμέτοχος ἑορταστικῶν τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 310.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fête :
1 non fêté;
2 exclu des fêtes ; en gén. exclu de, gén..
Étymologie: ἀ, ἑορτή.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. que no participa en una fiesta ἀ. ἱερῶν καὶ χορῶν τητωμένη E.El.310.
2 de celebraciones no festivo πάντα de una boda, Alciphr.3.13.3, cf. Gr.Naz.M.36.13A
no acompañado de diversiones ἑορταί D.H.8.25, cf. Ph.2.320.

Greek Monolingual

ἀνέορτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν συμμετέχει σε εορταστικές εκδηλώσεις.

Greek Monotonic

ἀνέορτος: -ον (ἑορτή), αυτός που δεν έχει εορτή, με γεν., ἀν. ἱερῶν, χωρίς μερίδιο, χωρίς συμμετοχή στις εορταστικές τελετές, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέορτος: непраздничный: ἀ. ἱερῶν Eur. отстраненный от участия в праздничных священнодействиях.

Middle Liddell

ἑορτή
without festival, c. gen., ἀν. ἱερῶν without share in festal rites, Eur.