ἀσφόδελος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφόδελος''': ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», [[εἶδος]] φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ <br />Ἡμ. 41· «[[βοτάνη]] τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ [[ἀνθέρικος]] [[ἐδώδιμος]] σταθευόμενος καὶ τὸ [[σπέρμα]] φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ [[μάλιστα]] ἡ [[ῥίζα]] κοπτομένη [[μετὰ]] σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., [[ἀσφόδελος]] [[λειμών]], ὁ [[πλήρης]] ἀσφοδέλων [[λειμών]], [[ἔνθα]] ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· [[καθόλου]], λειμὼν [[πλήρης]] ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344.
|lstext='''ἀσφόδελος''': ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», [[εἶδος]] φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ <br />Ἡμ. 41· «[[βοτάνη]] τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ [[ἀνθέρικος]] [[ἐδώδιμος]] σταθευόμενος καὶ τὸ [[σπέρμα]] φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ [[μάλιστα]] ἡ [[ῥίζα]] κοπτομένη μετὰ σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., [[ἀσφόδελος]] [[λειμών]], ὁ [[πλήρης]] ἀσφοδέλων [[λειμών]], [[ἔνθα]] ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· [[καθόλου]], λειμὼν [[πλήρης]] ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφόδελος Medium diacritics: ἀσφόδελος Low diacritics: ασφόδελος Capitals: ΑΣΦΟΔΕΛΟΣ
Transliteration A: asphódelos Transliteration B: asphodelos Transliteration C: asfodelos Beta Code: a)sfo/delos

English (LSJ)

ὁ, A asphodel, Asphodelus ramosus, Hes.Op.41, Arist. HA627a8, Thphr.HP1.10.7,7.13.2, Crateuas Fr.5, Theoc.7.68, Dsc. 2.169, etc.; cf. σφοδελός. II oxyt., as Adj., ἀσφοδελὸς λειμών the asphodel mead which the shades of heroes haunted, Od.11.539, 24.13: generally, flowery mead, h.Merc.221, 344. (On the accent v. Hdn.Gr.1.160.)

German (Pape)

[Seite 382] ὁ, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden, Hes. O. 41; Theocr. 26, 4; asphodelus ramosus, Linn.; vgl. Theophr. H. Pl. 7, 12; Paus. 10, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφόδελος: ὁ, τὸ «σφερδοῦκλι», εἶδος φυτοῦ κρινοειδοῦς, οὗ αἱ ῥίζαι ἐτρώγοντο, Ἡσ. Ἔργ. καὶ
Ἡμ. 41· «βοτάνη τῶν βολβοδῶν… πολλὰ εἰς τροφὴν παρεχομένη χρήσιμα· καὶ γὰρ ὁ ἀνθέρικος ἐδώδιμος σταθευόμενος καὶ τὸ σπέρμα φρυγόμενον καὶ πάντων δὲ μάλισταῥίζα κοπτομένη μετὰ σύκου» Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 10, 7., 7. 13, 2-4., Θεόκρ. 7. 68 κτλ.· σφοδελὸς Ἀριστοφ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 2. 2. 1198. ΙΙ. ὀξυτ. ὡς ἐπίθ., ἀσφόδελος λειμών, ὁ πλήρης ἀσφοδέλων λειμών, ἔνθα ἡσύχαζον αἱ σκιαὶ τῶν ἡρώων, Ὀδ. Λ. 539., Ω. 13· καθόλου, λειμὼν πλήρης ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 221, 344.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
asphodèle, sorte de plante liliacée.
Étymologie: DELG très prob. emprunt d’origine inconnue.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Morfología: [gen. -οιο Nic.Th.73, 534]
bot. asfódelo, gamón, Asphodelus aestivus Brot. y Asphodelus fistulosus L., Hes.Op.41, Arist.HA 627a8, Thphr.HP 1.10.7, Theoc.7.68, Crateuas Fr.5, Dsc.2.169, Plin.HN 21.109, 22.32, Luc.Luct.19, Philops.24, Nec.11, Artem.3.50, Orph.A.915, usado en recetas médicas, Hp.Vlc.22, Int.30, Morb.2.38, Gal.11.842, PSI 1180.38 (II d.C.), en antídotos contra picaduras de serpiente o escorpión, Nic.Th.ll.cc., en alquimia para la obtención de púrpura PHolm.91, cf. tb. σφόδελος.

• Etimología: Etim. dud. Quizá de origen pelásgico y rel. c. *σφυδόω en ἐσφυδωμένος, διασφυδῶσαι, etc., de *sphudh-, grado ø de *seph- ‘hincharse’. Tb. otros lo rel. c. ai. asphota- pero tiene dificultades fonéticas.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφόδελος: ὁ бот. асфодель (Asphodelus ramosus) Hes., Theocr., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: asphodill, Asphodelus ramosa (Hes.).
Other forms: Also σφόδελος (H.), σφοδελός (Ar.); σποδελός vv. ll. acc. to Hdn. Gr. 2, 152.
Derivatives: ἀσφοδελός grown with a. (Od.; on the accent Schwyzer 420).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Prob. substr. word (s. the variants). Fur. 288 compares σφονδύλ(ε)ιον, σπονδύλιον Heracleum sphondylium. Speculative Biraud, Actes du colloque: Les phytonymes grecs et latins, 35-46, who finds the suffix in στυφελός, ζάφελος, ῥάκελος etc.

Middle Liddell

[Deriv. unknown
I. ἀσφόδελος as noun, asphodel, king's-spear, a plant of the lily kind, Hes., Theocr.
II. oxyt., as adj., ἀσφοδελὸς λειμών the asphodel mead, which the shades of heroes haunted, Od.

Frisk Etymology German

ἀσφόδελος: {asphódelos}
Grammar: m.
Meaning: lilienartige Pflanze, Asphodill (Hes., Arist. usw.).
Derivative: Ableitungen: ἀσφοδελός Adj. ‘mit A. bewachsen’ (Od., h. Merc.; zum Akzentwechsel Schwyzer 420); ἀσφοδελώδης ‘A.-ähnlich’ (Thphr.), ἀσφοδέλινος ‘aus A.’ (Luk.).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft. Ältere Deutungsversuche bei Bq.
Page 1,175