ἐκλιπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκλῐπής''': -ές, ([[ἐκλείπω]]), ἐκλείπων, [[ἐλλιπής]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]] Θουκ. 4. 52· [[μετὰ]] γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.
|lstext='''ἐκλῐπής''': -ές, ([[ἐκλείπω]]), ἐκλείπων, [[ἐλλιπής]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]] Θουκ. 4. 52· μετὰ γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλῐπής Medium diacritics: ἐκλιπής Low diacritics: εκλιπής Capitals: ΕΚΛΙΠΗΣ
Transliteration A: eklipḗs Transliteration B: eklipēs Transliteration C: eklipis Beta Code: e)kliph/s

English (LSJ)

ές, (ἐκλείπω) A failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, = ἔκλειψις, Th.4.52: c. gen., deficient in.., Arist.Xen.980a6. II omitted, overlooked, Th.1.97, Arr.An.1.12.2.

German (Pape)

[Seite 767] ές, mangelnd, fehlend; τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, eine partiale Sonnenfinsterniß, Thuc. 4, 52, wie D. Cass. 55, 22. Aber τοῦτο ἦν τὸ χωρίον ἐκλιπές, war ausgelassen, übersehen, Thuc. 1, 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλῐπής: -ές, (ἐκλείπω), ἐκλείπων, ἐλλιπής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις Θουκ. 4. 52· μετὰ γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui manque : τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;
2 abandonné.
Étymologie: ἐκλείπω.

Spanish (DGE)

-ές
1 omitido, pasado por alto τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον este espacio (de tiempo) había sido pasado por alto por todos mis predecesores Th.1.97, cf. Arr.An.1.12.2.
2 deficiente, falto, vacío c. gen. (τὸ ὄν) ἐ. γὰρ ταύτῃ ... ᾗ διῄρεται τοῦ ὄντος (el ser) está deficiente allí donde es separado del ser Gorg. en Arist.Xen.980a6
subst. τὸ ἐ. el vacío Plu.2.479b.
3 que sufre eclipse, eclipsado c. gen. τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο hubo un eclipse parcial de sol Th.4.52, cf. D.C.55.22.3.

Greek Monolingual

ἐκλιπής, -ές (Α)
1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» — έγινε μερική έκλειψη ηλίου)
2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῖς πρὸ εμοῡ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον» — αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ' όλους τους προγενέστερους, Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐκλῐπής: -ές,
I. αυτός που εξασθενεί, ελλιπής, ατελής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, σε Θουκ.
II. αυτός που παραλείφθηκε, παραβλέφθηκε, παραμελήθηκε, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλῐπής:
1) оставленный, брошенный (ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον Thuc.);
2) недостающий, нехватающий (τινι Arst.): τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. произошло небольшое затмение солнца.

Middle Liddell

ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of ἐκλείπω
I. failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, Thuc.]
II. omitted, overlooked, Thuc.