ἱππαρχέω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππαρχέω''': εἶμαι [[ἵππαρχος]], [[διευθύνω]] τὸ ἱππικόν, | |lstext='''ἱππαρχέω''': εἶμαι [[ἵππαρχος]], [[διευθύνω]] τὸ ἱππικόν, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 9. 20, 69, Δείναρχ. 109. 37· τῶν ἱππέων Δημ. 570. 12· ἀπολ., Ξεν. Ἀγησ. 2. 4, Λυσ. 177. 14· ἱππάρχηκα Δημ. 570. 12· οἱ ἱππαρχηκότες Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 14. - Παθ., ὑπηρετῶ ὑπὸ ἵππαρχον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
A to be ἵππαρχος, command cavalry, c. gen., τῆς ἵππου Hdt.9.20, 69; ἱππαρχηκὼς ἀνδρῶν καλῶν κἀγαθῶν Din.3.12; ἱππέων D.21.164: abs., X.Ages.2.4, Lys.26.20, D.21.172; οἱ ἱππαρχηκότες Hyp.Lyc. 17; of the Roman magister equitum and praefectus equitum, D.C.43.48, App.BC5.8:—Pass., serve under an ἵππαρχος, Arist.Pol.1277b10.
German (Pape)
[Seite 1257] ein Reiterbefehlshaber sein, Her. 9, 20. 60; ἱππαρχηκώς Din. 3, 12; τῶν ἱππέων Dem. 21, 164. Das pass., unter den Hipparchen stehen, hat Arist. pol. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαρχέω: εἶμαι ἵππαρχος, διευθύνω τὸ ἱππικόν, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 9. 20, 69, Δείναρχ. 109. 37· τῶν ἱππέων Δημ. 570. 12· ἀπολ., Ξεν. Ἀγησ. 2. 4, Λυσ. 177. 14· ἱππάρχηκα Δημ. 570. 12· οἱ ἱππαρχηκότες Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 14. - Παθ., ὑπηρετῶ ὑπὸ ἵππαρχον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être commandant de cavalerie.
Étymologie: ἵππαρχος.
Greek Monotonic
ἱππαρχέω: μέλ. -ήσω (ἵππαρχος), διοικώ, διευθύνω το ιππικό· με γεν., σε Ηρόδ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππαρχέω: (тж. ἱ. τῆς ἵππου Her. и ἱ. τῶν ἱππέων Dem.) командовать конницей, быть гиппархом Xen., Lys., Plut.; pass. служить под командованием гиппарха: δεῖ ἱππαρχεῖν ἱππαρχηθέντα μαθεῖν Arst. воин-всадник должен обучаться, командуя (сам) конницей.
Middle Liddell
ἱππαρχέω, fut. -ήσω ἵππαρχος
to command the cavalry, c. gen., Hdt., Dem. [from ἵππαρχος