παρέγγραπτος: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pareggraptos | |Transliteration C=pareggraptos | ||
|Beta Code=pare/ggraptos | |Beta Code=pare/ggraptos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[illegally registered]], <b class="b3">π. πολῖται</b> [[intrusive]] citizens, <span class="bibl">Aeschin.2.177</span> ; of deified heroes, <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>21</span> : metaph., [[assumed]], αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν π. ἔχουσιν Plu.2.3c ; [[interpolated]], συγγραφή <span class="bibl">Eust. 1379.62</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[illegally registered]], <b class="b3">π. πολῖται</b> [[intrusive]] citizens, <span class="bibl">Aeschin.2.177</span>; of deified heroes, <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>21</span> : metaph., [[assumed]], αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν π. ἔχουσιν Plu.2.3c ; [[interpolated]], συγγραφή <span class="bibl">Eust. 1379.62</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:25, 22 May 2021
English (LSJ)
ον, A illegally registered, π. πολῖται intrusive citizens, Aeschin.2.177; of deified heroes, Luc.JTr.21 : metaph., assumed, αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν π. ἔχουσιν Plu.2.3c ; interpolated, συγγραφή Eust. 1379.62.
German (Pape)
[Seite 510] = Folgdm, VLL. erkl. νόθος, vgl. Aesch. 2, 177, ἄνθρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται. – Uebtr. vrbdt Plut. de educ. lib. 5 τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν.
Greek (Liddell-Scott)
παρέγγραπτος: -ον, παρανόμως ἐγγεγραμμένος, νόθος, π. πολίτης, ὁ παρανόμως ἐγγραφείς, ἄνθρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται Αἰσχίν. 51 ἐν τέλ.· ἐπὶ θεοποιηθέντων ἡρώων, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 21· ― μεταφορ., αἱ τίτθαι δὲ καὶ αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν, δηλ. ψευδῆ, νόθον, Πλούτ. 2. 3C· οὕτω, παρέγγραφος, Ἀθήν. 180F, 211F· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 123. 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρέγγραπτος· νόθος παῖς. παρεγγεγραμμένος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inscrit par fraude, intrus.
Étymologie: παρεγγράφω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ παρεγγράφω
1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν.
β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.)
2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και παρεγγράπτων», Συνέσ.
β. «παρέγγραπτος συγγραφή», Ευστ.)
αρχ.
1. νόθος, ανειλικρινής («τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσι», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «παρέγγραπτος
νόθος παῑς».
Greek Monotonic
παρέγγραπτος: -ον, εγγεγραμμένος παράνομα, παρέγγραπτος πολίτης, νόθος πολίτης, σε Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέγγραπτος -ον [παρεγγράφω] illegaal ingeschreven.
Russian (Dvoretsky)
παρέγγραπτος:
1) неправильно внесенный в списки, втершийся обманным образом (πολίτης Aeschin.);
2) ненастоящий, поддельный, притворный (εὔνοια Plut.).
Middle Liddell
παρ-έγγραπτος, ον,
illegally registered, π. πολίτης an intrusive citizen, Aeschin.