ξυλώδης: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - " ;" to ";") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksylodis | |Transliteration C=ksylodis | ||
|Beta Code=culw/dhs | |Beta Code=culw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[woody]], [[hard as wood]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.65</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>387a32</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 6.2.2</span> (Sup.),<span class="bibl">7.9.3</span>, Plu.2.953d ; [[of the nature of wood]], <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[of the colour of wood]], [[brown]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.3.2</span>.</span> | |Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[woody]], [[hard as wood]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.65</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>387a32</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 6.2.2</span> (Sup.),<span class="bibl">7.9.3</span>, Plu.2.953d; [[of the nature of wood]], <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[of the colour of wood]], [[brown]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.3.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:50, 23 May 2021
English (LSJ)
ες, A woody, hard as wood, Hp.Vict.2.65, Arist.Mete.387a32, Thphr.HP 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d; of the nature of wood, Corn.ND 19. II of the colour of wood, brown, Thphr.HP7.3.2.
German (Pape)
[Seite 282] ες, = ξυλοειδής, auch = holzreich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ξύλον, σκληρὸς ὡς ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de la nature du bois, ligneux.
Étymologie: ξύλον, -ώδης.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ξυλώδης, -ῶδες) ξύλον
αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα
2.φρ. «ξυλώδες φυτό» — το φυτό που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό
μσν.
φρ. μτφ. «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η ακαμψία, η σκληρότητα του λόγου
αρχ.
1. αυτός που έχει τη φύση του ξύλου
2. αυτός που έχει το χρώμα του ξύλου, φαιός ή καστανός («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
Russian (Dvoretsky)
ξῠλώδης:
1) похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ πυρός Plut.);
2) жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).