κεραυνοβρόντης: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [κεραυνός, βροντάω] die dondert en bliksemt ( epith. van Zeus).
|elnltext=κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [κεραυνός, βροντάω] die dondert en bliksemt ( [[epithet]] van Zeus).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κεραυνο-[[βρόντης]], ου, [[βροντάω]]<br />the lightener and thunderer, Ar.
|mdlsjtxt=κεραυνο-[[βρόντης]], ου, [[βροντάω]]<br />the lightener and thunderer, Ar.
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβρόντης Medium diacritics: κεραυνοβρόντης Low diacritics: κεραυνοβρόντης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΡΟΝΤΗΣ
Transliteration A: keraunobróntēs Transliteration B: keraunobrontēs Transliteration C: keravnovrontis Beta Code: keraunobro/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, A thunderer, Ζεῦ -βρόντᾰ Ar.Pax376.

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, der Blitzdonnerer, Zeus, Ar. Pax 372.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸν κεραυνὸν καὶ βροντῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 376· πρβλ. βροντησικέραυνος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tonne en foudroyant.
Étymologie: κεραυνός, βροντάω.

Greek Monolingual

κεραυνοβρόντης, ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βρόντης (< βροντή), πρβλ. αστρο-βρόντης, καρτερο-βρόντης.

Greek Monotonic

κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ (βροντάω), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβρόντης: ου ὁ бросающий молнии, поражающий громом (Ζεύς Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [κεραυνός, βροντάω] die dondert en bliksemt ( epithet van Zeus).

Middle Liddell

κεραυνο-βρόντης, ου, βροντάω
the lightener and thunderer, Ar.