Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβιωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοναχός]] στο ίδιο [[μοναστήρι]] με κάποιον [[άλλο]] («[[συμβιωτής]] [[ἀδελφός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]], [[εταίρος]] («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευνοούμενος]] του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης<br /><b>3.</b> [[μέλος]] εταιρείας.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συμβιῶ]], -ώνω<br /><b>μσν.</b><br />[[μοναχός]] στο ίδιο [[μοναστήρι]] με κάποιον [[άλλο]] («[[συμβιωτής]] [[ἀδελφός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]], [[εταίρος]] («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευνοούμενος]] του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης<br /><b>3.</b> [[μέλος]] εταιρείας.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμβιωτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> сотоварищ, близкий друг Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> наперсник, любимец Plut.
|elrutext='''συμβιωτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> сотоварищ, близкий друг Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> наперсник, любимец Plut.
}}
}}

Revision as of 06:48, 16 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐωτής Medium diacritics: συμβιωτής Low diacritics: συμβιωτής Capitals: ΣΥΜΒΙΩΤΗΣ
Transliteration A: symbiōtḗs Transliteration B: symbiōtēs Transliteration C: symviotis Beta Code: sumbiwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who lives with, companion, partner, prob. l. in Eup.448, cf. Plb.8.10.3, Cic.Fam.9.10.2. II esp. of the confidants of the Roman Emperors, etc., Plu.2.207c, Jul. Caes.326b; σ. τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος LXX Bel 2.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, der mit Andern zusammen od. in Gesellschaft Lebende; Pol. 8, 12, 3; καὶ ἑταῖρος, Plut. Cat. min. 35.

Greek (Liddell-Scott)

συμβιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ζῶν μετά τινος, σύντροφος, ἑταῖρος, πιθ. γραφὴ ἐν Εὐπόλ. «Κόλακι» 26, πρβλ. Πολύβ. 8. 12, 3, C c. Fam. 9. 10, κτλ. ΙΙ. μάλιστα ἐπὶ τῶν ἑταίρων ἢ εὐνοουμένων τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, Πλούταρχ. 2. 207C, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουλ. Καίσ. 21, πρβλ. Becker. Röm. All. 2. 3, σ. 231.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
confident ou favori des empereurs romains.
Étymologie: συμβιόω.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμβιῶ, -ώνω
μσν.
μοναχός στο ίδιο μοναστήρι με κάποιον άλλοσυμβιωτής ἀδελφός»)
αρχ.
1. σύντροφος, εταίρος («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», Πολ.)
2. ευνοούμενος του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης
3. μέλος εταιρείας.

Russian (Dvoretsky)

συμβιωτής: οῦ ὁ
1) сотоварищ, близкий друг Polyb.;
2) наперсник, любимец Plut.